ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας Μέρος 1ο 31-03-2014
Αγάπη πρώτα στο Θεό μας , μετά στον εαυτόν μας και τέλος στον εχθρό μας ! Κι άν περισεύει στα Ζώα και τα Φυτά μας !
1.~ ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας 1ο μέρος ,
2.~ ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας 2ο μέρος 01-04-2016 : http://snsarfara.blogspot.gr/2016/04/2-01-04-2016.html .-
3~. ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας , 3ο μέρος , Δευτέρα 04-04-2016 , http://snsarfara.blogspot.gr/2016/04/3-04-04-2016.html .-
4. ~ ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ της Ορθόδοξη Εκκλησίας μας , 4ο μέρος ,Σάββατο 09 Απριλίου 2016: http://snsarfara.blogspot.gr/2016/04/4-09-2016.html .-
1 ***
Οι Άγιοι Θεόδωρος Τήρων και Στρατηλάτης
~
***
Βιογραφία
Ο Ιουλιανός ο παραβάτης, γνωρίζοντας ότι οι χριστιανοί καθαρίζονται με τη νηστεία στη πρώτη εβδομάδα της αγίας Σαρακοστής - γι' αυτό την λέμε καθαρά εβδομάδα - θέλησε να τους μολύνει. Διέταξε λοιπόν, κρυφά, όλες οι τροφές στην αγορά να ραντισθούν με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών.
Όμως με Θεία ενέργεια, φάνηκε στον ύπνο του τότε Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξίου, ο μάρτυρας Θεόδωρος και φανέρωσε το πράγμα. Παρήγγειλε να ενημερωθούν όλοι οι χριστιανοί, να μην αγοράσουν καθόλου τρόφιμα από την αγορά και για να αναπληρώσουν την τροφή να βράσουν σιτάρι και να φάνε τα λεγόμενα κόλλυβα, όπως τα έλεγαν στα Ευχάϊτα. Ετσι και έγινε και ματαιώθηκε ο σκοπός του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα. Και το Σάββατο τότε, ο ευσεβής λαός που διαφυλάχθηκε αμόλυντος στην καθαρά εβδομάδα, απέδωσε ευχαριστίες στον μάρτυρα.
Από τότε γύρω στα μέσα του Δ΄ αιώνα, η Εκκλησία τελεί κάθε έτος την ανάμνηση αυτού του γεγονότος σε δόξα Θεού και τιμή του μάρτυρα αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Περισσότερα για τον Άγιο Θεόδωρο τον Τήρων μπορείτε να διαβάσετε στις
17 Φεβρουαρίου.
2 ***
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων :
Βιογραφία
Ο Αγιος Θεόδωρος ο Τήρων καταγόταν από το χωριό Αμάσεια στη Μαύρη Θάλασσα, που ονομαζόταν Χουμιαλά, και έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 - 311 μ.Χ.) και Μαξιμίνου (305 - 312 μ.Χ.). Ονομάζεται Τήρων, διότι κατετάγη στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, διοικούμενο υπό του πραιπόσιτου Βρίγκα.
Διαβλήθηκε στον πραιπόσιτο ως Χριστιανός και εκλήθηκε σε εξέταση. Εκεί ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό χωρίς δισταγμό. Ο διοικητής Βρίγκας δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύλληψη και τιμωρία του Αγίου Θεοδώρου, αλλά τον άφησε να σκεφτεί και να του απαντήσει λίγο αργότερα. Πίστευε ότι ο Θεόδωρος θα άλλαζε και θα θυσίαζε στα είδωλα. Ο Μεγαλομάρτυς όχι μόνο παρέμεινε αδιάσειστος στην πίστη του, αλλά έκαψε και το ναό της μητέρας των θεών Ρέας μετά του ειδώλου αυτής. Αμέσως τότε συνελήφθη και ρίχτηκε από τους ειδωλολάτρες σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και ετελειώθηκε μαρτυρικά.
Η Σύναξη του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος ετελείτο στο αγιότατο Μαρτύριό του, το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Φωρακίου ή Σφωρακίου, το Σάββατο της Α' εβδομάδος των Νηστειών, δηλαδή την ημέρα που ο Άγιος έκανε το θαύμα των κολλύβων σώζοντας τον ορθόδοξο λαό από τα μιασμένα ειδωλόθυτα, τα οποία επρόκειτο από άγνοια να φάει.
Στην Αγιογραφία, ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων εμφανίζεται σε τεσσάρων ειδών μορφές. Είτε μόνος με στρατιωτική στολή, είτε αντιμετωπίζοντας ένα φίδι-δράκο και μαζί με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη όρθιοι ή πάνω σε άλογα. Πάντα φέρει στρατιωτική στολή.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος β’.
Μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπί ὕδατος ἀναπαύσεως, ὁ ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος ἠγάλλετο· πυρί γάρ ὁλοκαυτωθείς, ὡς ἄρτος ἡδύς, τῇ Τριάδι προσήνεκται. Ταῖς αὐτοῦ ἱκεσίαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πίστιν Χριστοῦ ὡσεί θώρακα, ἔνδον λαβών ἐν καρδίᾳ σου, τάς ἐναντίας δυνάμεις κατεπάτησας πολύαθλε, καί στέφει οὐρανίῳ ἐστέφθης, αἰωνίως ὡς ἀήττητος.
|
3 ***
Ο Όσιος Αλέξιος :
***
Βιογραφία
Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Αρκαδίου (395 - 408 μ.Χ.) και Ονωρίου (395 - 423 μ.Χ.) από ευσεβείς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ευφημιανός ήταν συγκλητικός, φιλόπτωχος και συμπαθής, ώστε καθημερινά παρέθετε τρεις τράπεζες στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους που ήταν πτωχοί. Η γυναίκα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Στη δέησή της να αποκτήσει παιδί, ο Θεός την εισάκουσε. Και τους χάρισε υιό. Αφού το παιδί μεγάλωσε κι έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος. Όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά. Το βράδυ όμως στο συζυγικό δωμάτιο ο Όσιος, αφού πήρε το χρυσό δακτυλίδι και τη ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα. Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο περιφρονώντας την ματαιότητα της επίγειας δόξας. Καταφθάνει στην Λαοδικεία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί ο Όσιος Αλέξειος μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμη και τα ιμάτιά του, και, αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως ένας από τους πτωχούς. Προτίμησε έτσι να ζει με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ενώ μόνο τότε έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό.
Οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν υπηρέτες τους να τον βρουν. Στην αναζήτησή τους έφθασαν μέχρι το ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν. Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλέξιου με οδύνη, φορώντας πτωχά ενδύματα, καθόταν σε μια θύρα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα. Το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε τρίχινο σάκκο και παρέμεινε κοντά στην πεθερά της.
Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας το Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάστηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανένα παρά μόνο τον Αλέξιο, εδεήθηκε στη Θεοτόκο να του υποδείξει τον άνθρωπο, όπως κι έγινε. Τότε πήρε από το χέρι τον Όσιο Αλέξιο και τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.
Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά και σκέφτηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήταν άγνωστος. Αλλα όμως σχεδίασε η Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος άνεμος άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στη Ρώμη. Βγαίνοντας από το πλοίο κατάλαβε ότι ο Κύριος ήθελε να επανέλθει ο Αλέξιος στο σπίτι του.
Όταν συνάντησε τον πατέρα του, που δεν αναγνώρισε τον υιό του, του ζήτησε να τον ελεήσει και να τον αφήσει να τρώει από τα περισσεύματα της τράπεζάς του. Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιο υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι δούλοι από την οικία τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτό δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό, και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.
Έμεινε λοιπόν για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό οίκο χωρίς να τον γνωρίζει κανένας. Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε κι έγραψε σε χαρτί όλο το βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστικά που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού. Την Παρασκευή ο Όσιος Αλέξιος παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας οι πιστοί βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος προσήλθαν στο ναό για να δεηθούν στο Θεό να τους αποκαλύψει τον άγιο άνθρωπο του Θεού. Τότε μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού. Λίγο αργότερα οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έφθασαν στο σπίτι του Ευφημιανού, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί, και ρώτησαν τον Ευφημιανό . Όμως εκείνος, αφού ρώτησε πρώτα τους υπηρέτες, είπε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από θεία δύναμη ανέφερε τον τρόπο ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε. Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου. Στο χέρι του Οσίου μάλιστα είδε χαρτί, που δεν μπόρεσε να αποσπάσει. Στη συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε εδεήθησαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του. Θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα και τη νύφη του.
Ο βασιλεύς Ονώριος και ο Αρχιεπίσκοπος μετέφεραν το τίμιο λείψανο του Οσίου στο μέσο της πόλεως και κάλεσαν όλο το λαό για να έλθει να προσκυνήσει και να λάβει ευλογία. Όσοι προσέρχονταν και ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αυτά τα θαύματα οι πιστοί δόξαζαν τον Θεό. Ήταν τόσος ο κόσμος που προσερχόταν για να δει το τίμιο λείψανο, που δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το ενταφιάσουν. Έριξαν ακόμη και χρυσό και άργυρο στον κόσμο για να του αποσπάσουν την προσοχή, αλλά μάταια. Όταν πια μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, για επτά μέρες γιόρταζαν πανηγυρικά και στην γιορτή συμμετείχαν οι γονείς και η νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο, το οποίο έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους.
Η Κάρα του Οσίου Αλεξίου δωρήθηκε στη Μονή Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων το 1398 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Μανουήλ τον Παλαιολόγο. Κατά την πυρπόληση της Μονής από τους Οθωμανούς το 1585 μ.Χ. διασώθηκε από δύο μοναχούς.
~
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς, ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽ ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων, ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
~
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀλεξίου σήμερον τοῦ πανολβίου, ἑορτήν τήν πάνσεπτον, ἐπιτελοῦντες εὐσεβῶς, αὐτόν ὑμνήσωμεν λέγοντες· χαίροις Ὁσίων τερπνόν ἐγκαλλώπισμα.
4 ***
Άγιος Βασίλειος ιερομάρτυρας πρεσβύτερος Αγκύρας :
Βιογραφία
Ο Άγιος Βασίλειος έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (360-363). Τον κατήγγειλαν στον έπαρχο Σατουρνίνο, ότι ειρωνευόταν και κατηγορούσε τις ενέργειες του Ιουλιανού κατά της Εκκλησίας. Τότε διατάχθηκε από τον έπαρχο να δηλώσει δημόσια άρνηση του Ιησού Χριστού. Ο πιστός Ιερέας χαμογέλασε στην απαίτηση αυτή του έπαρχου και δήλωσε ότι ή ζωή του όλη άνηκε στο Ευαγγέλιο και το Σωτήρα των ψυχών. Όταν ο έπαρχος απείλησε ότι θα τον βασανίσει σκληρά αν δεν αρνηθεί το Χριστό, τότε αυτός απάντησε: «Πώς δε, ενόμισας ότι εγώ θα ήρνούμην τον Χριστόν, αφού και ο τελευταίος εκ των πιστευόντων εις Αυτόν λαϊκών της ενορίας μου, είναι πρόθυμος να χύση το αίμα του δια την αγίαν μας πίστιν;». Ο Σατουρνίνος, τότε, τον βασάνισε και τον φυλάκισε. Μετά από μερικές ήμερες, πέρασε από την Άγκυρα ο Ιουλιανός. Πληροφορήθηκε για τον πρεσβύτερο Βασίλειο και διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Άλλα διαπίστωσε ότι η πίστη του χριστιανού Ιερέα ήταν ακόμη ισχυρότερη. Τότε έδωσε διαταγή και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο. Έτσι μαρτύρησε ο Άγιος Βασίλειος, το έτος 362 μ.Χ. και έλαβε το αμαράντινο στέφανο της δόξας του Θεού.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τὴ ἐπινεύσει, χρῖσμα ἅγιον, ἱεροσύνης, ἐπαξίως ὑπεδέξω Βασίλειε, ὅθεν ὡς θῦμα βασίλειον ἔθυσας, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων τοὺς ἄθλους σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
|
5 ***
Ο Άγιος Ιάκωβος ο ομολογητής , ο Επίσκοπος
Βιογραφία
Ασκητής από νεαρή ηλικία ο Όσιος Ιάκωβος, διακρίθηκε για την καθαρή ζωή και την ολόψυχη προσήλωση του στα διδάγματα και τις εντολές της πίστης. Αναδείχθηκε επίσκοπος στα χρόνια των εικονομάχων και διώχθηκε σκληρά, μέχρι του σημείου να στερηθεί ακόμα και αυτό το ψωμί. Αλλά όλη η στέρηση και η κακοπάθεια που υπέστη, δε λύγισε καθόλου το φρόνημα του. Έμεινε σταθερός μέχρι την τελευταία του πνοή, ενθυμούμενος τα λόγια του Αποστόλου των Εθνών: «Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ» ( Β' προς Τιμόθεον, β' 3.). Σύ, λοιπόν, κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐγκράτειας ἐκλάμψας Πάτερ Ἰάκωβε, ὡς Ἱεράρχης τοῦ Λόγου καὶ ἀληθὴς λειτουργός, ὠρθοτόμησας πιστῶς λόγον τὸν ἔνθεον οὗπερ τὴν χάριν βέβαιων, δι' ἀγώνων εὐαγῶν, ἐδίδαξας προσκυνεῖσθε, τὴν τοῦ Σωτῆρος Εἰκόνα, ὦ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὡραιότητα τῶν διδαγμάτων σου, καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν νοημάτων σου, καὶ οὓς ὑπέστης διωγμούς, σεπτὰ δι᾽ ἐκτυπώματα, Πάτερ ἐκπληττόμενοι, κατὰ χρέος τιμῶμέν σε, Ἰάκωβε πανεύφημε, θυηπόλε τοῦ Κτίστου σου· διὸ σὺν ὑμνῳδίαις βοῶμέν σοι· Σῶσον ἡμᾶς ταῖς πρεσβείαις σου.
|
6 ***
Όσιος Ισαάκ ο Σύριος
Βιογραφία
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.
Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.
Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.
Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου.
Από το βιβλίο «Ασκητικοί λόγοι. Αββάς Ισαάκ του Σύρου», Εκδόσεις Απόστολος Βαρνάβας, διαβάζουμε:
Ο όσιος πατήρ ημών Ισαάκ, ο μέγας και θαυμαστός στην αρετή, ο ουρανοπολίτης αυτός άνθρωπος και επίγειος άγγελος, του θαυμάσιου εκείνου Αβραάμ όχι υιός, αλλά γνήσιος απόγονος, υπήρχε το μεν γένος Σύρος, γεννήθηκε δε κατά άλλους στην Νινευή πόλιν της Μεσοποταμίας, κατ' άλλους γεννήθηκε και ανατράφηκε και μεγάλωσε σε κάποια κωμόπολη, όχι μακριά της Εδέσσης, πόλεως της Συρίας.
Ποίοι υπήρξαν οι γονείς τούτου του μακαρίου πατρός και ποίας καταστάσεως άνθρωποι ήσαν και πώς λεγόντουσαν, είναι άγνωστο. Γνωρίζομε όμως, ότι ο θείος ούτος πατήρ στην ακμή της ηλικίας του απαρνήθηκε τον κόσμο και τα εν τω κόσμο απήλθε μετά του αυτάδελφού του σε κοινόβιο, στα μέρη εκείνα του αγίου μάρτυρος Ματθαίου καλούμενο, οπού και άλλοι πολλοί τότε ασκούσαν την εν σώματι Αγγελική πολιτεία.
Αφού ντύθηκε το αγγελικό σχήμα και τον τρόπον και τον βίον και γυμνάστηκε στους ασκητικούς αγώνας και πόνους και κορέστηκε εκ του γάλακτος της πρακτικής αρετής και αφού με ικανό τρόπο κατεκοίμησε τα άταχτα της σάρκας πάθη και την σάρκα καθυπέταξε στο πνεύματι, πεθύμησε την στερεά της βαθυτέρας θεωρίας του πνεύματος τροφή.
Και αμέσως έφυγε από το κοινόβιο και από όλη εκείνη της ιερά αδελφότητα και δρομαίος ήλθε ως διψασμένο ελάφι στις πηγές των υδάτων σε ερημικό τόπον, μακριά του κόσμου και της συναναστροφής των πολλών, κατοίκησε εντός μεμονωμένου κελιού, μόνος μόνω τω Θεώ και τω εαυτού πνεύματι ασχολούμενος.
Ο δε αυτάδελφος, όταν ανέλαβε την ηγουμενία του κοινοβίου, έγραφε επανειλημμένως προς αυτόν και τον παρακαλούσε δεόμενος, να επανέλθει στην πρώτη αυτού μετάνοια, αλλά ο θείος Ισαάκ γλυκαθείς τη γλυκύτητα της θεωρίας του πνεύματος και της μελέτης των θείων εννοιών και της νοεράς προσευχής, παντελώς δεν πρόσεχε στου αδελφού τις παρακλήσεις, ουδέ συγκατατέθηκε ν' αφήσει το της ησυχίας αμέριμνο και ατάραχο. Και αφού οι παρακλήσεις δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν την επιστροφή του, θεία αποκάλυψις προσκάλεσε αυτών άνωθεν στην αρχιερατική επιστασία των Νινευιτών εκκλησίας. Και εάν ένας τον αδελφών αυτού, εφάνη παρήκοος πρότερον, ύστερον όμως στην θεία φωνή υπέκυψε τον αυχένα μετά ταπεινώσεως. Αφήνει λοιπόν την έρημο και ησυχία ο φιλέρημος και φιλήσυχος Ισαάκ και της μεγαλουπόλεως Νινευή προχειρίζεται επίσκοπος.
Δεν έπρεπε βέβαια ο λύχνος να βρίσκεται υπό τον ερημικό μόδιο κρυμμένος, αλλά να τεθεί επί την ποιμαντική λυχνία, για να διαυγάσει στους μακράν της ερήμου ευρισκομένους της διδασκαλίας και αρετής το φως αλλά αυτό λίγο διήρκεσε, και τόσο, ώστε μόλις ανέτειλε και φάνηκε το φως στον ορίζοντα της εκκλησίας, και πάλιν έδυσε και κρύφτηκε καθότι ο όσιος ούτος πατήρ έπαθε ο,τι και ο θείος Γρηγόριος ο θεολόγος, ο οποίος όταν ψηφίστηκε επίσκοπος Σασίμων, αμέσως αναχώρησε από εκεί. Αίτια δε της αμέσως από την επισκοπική θέση αναχωρήσεις του πατρός Ισαάκ υπήρξε το εξής περιστατικό.
Όταν χειροτονήθηκε ο όσιος και κάθισε στο επισκοπικό οίκημα, παρέστησαν ενώπιον του δύο χριστιανοί, ο ένας ήταν δανειστής, ο άλλος οφειλέτης· και ο μεν δανειστής απαιτούσε το δάνειο, ο δε οφειλέτης ομολογούσε το χρέος, άλλα μη έχων προς το παρόν τα χρήματα ζήτησε μερικές ημέρες προθεσμία αλλά ο άσπλαχνος εκείνος δανειστής, είπε ότι εάν δεν μου αποδώσει, σήμερα αυτός το δάνειο, εγώ εξάπαντος παραδίδω αυτόν στον κριτή. Ο δε όσιος πατήρ Ισαάκ λέγει προς αυτόν, τέκνον, εάν για την εντολή του Ευαγγελίου οφείλεις και τα δια της βίας παρά σου αφαιρεθέντα πράγματα να μη ζητείς, πόσο μάλλον δεν πρέπει να υπομένεις λίγες μέρες ημέρας αυτόν ο οποίος σε παρακαλεί; Ο δε ανελεήμων εκείνος δανειστής, άφες, πάτερ, ήδη το ευαγγέλιον, είπε με αυθάδεια και αναχώρησε από εκεί. Μόλις άκουσε αυτά ο όσιος Ισαάκ, είπε στον εαυτό του εάν αυτοί δεν υπακούν στα προστάγματα του ιερού ευαγγελίου, τι λοιπόν εγώ ήλθα εδώ να πράξω; Αυτά είπε, και ευθύς αναχώρησε πάλιν στην έρημο, και ήλθε και κατοίκησε στο πρώτον του κελίον, οπού μέχρι θανάτου ανδρείως και καρτερικός υπέμεινε.
Ποιους δε αγώνας ανέλαβε ο μακάριος ούτος πατήρ κατά των δαιμόνων και της σαρκός, και ποιός υπήρξε κατά την πρακτική και θεωρητική αρετή, και σε πόση ψυχής τελειότητα έφθασε, και ποια χαρίσματα αξιώθηκε στο βίο όσο ζούσε επί της γης, όλα αυτά είναι περιττό να διηγηθεί κάποιος· Καθόσον ευκόλως εννοούνται από τα ίδια λόγια που περιέχει το παρόν βιβλίο.
Από όσα μπορούν να γίνουν φανερά ότι όσα έγραψε ό θείος ούτος πατήρ, πρώτον κατόρθωσε αυτά ο ίδιος γιατί στον εικοστό έκτον λόγον λέγει, «εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος από τα δεξιά και από τα αριστερά και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις, και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναρίθμητους, και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτω πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα εμαθον»· στον δέκατο πέμπτο λόγο λέγει, «ταύτα έγραψα προς ανάμνησιν εμήν, και παντός έντυχάνοντος τώδε τω συγγράμματι, καθώς κατείληφα από τε της θεωρίας των γραφών, και των αληθινών στομάτων, και μικρόν απ' αυτής της πείρας»· αλλά και όσης χάριτος αξιώθηκε παρά Θεού δεν δυνήθηκε να παρασιώπηση, και σε πολλούς άλλους λόγους αμυδρώς, μάλιστα στον τριακοστό όγδοο φανερώς διακηρύττει λέγων, «πολλάκις οτε ταύτα έγγραφων, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτη, και ούχ υπέφεραν κατέναντι της ηδονής, της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου, και τας αισθήσεις κατασιγαζούσης». Κατά τούτο πρέπει να θαυμάσει κάποιος την αρετή του θείου πατρός, ότι ενώ ευρίσκετο μακράν των ανθρώπων, κατεφλέγετο υπό της προς αυτούς αγάπης, καθώς ο ίδιος περί εαυτού διαμαρτυρόμενος, στον αυτόν λόγον λέγει, «διότι γέγονα μωρός, ούχ' υπομένω φυλάξαι το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων για την των αδελφών ωφελείαν διότι αυτή εστίν ή αγάπη ή αληθινή, ήτις ου δύναται υπόμεινε εν τινι μυστήριο εκ των αγαπητών αυτής»· για αυτό στην έρημο ευρισκόμενος, πότιζε αφθόνως δια του ζωηρού νάματος της διδασκαλίας του τας ψυχάς των αδελφών.
Έζησε ο άγιος ούτος, αρχομένης της εβδόμης από κτίσεως κόσμου χιλιάδος, το οποίο εξάγεται από κάποιο χωρίου του τριακοστού τρίτου λόγου, όπου περί των δαιμόνων λέγει ούτως, «εξ εναντίας γαρ τούτων (των δαιμόνων), των εχόντων εξακισχιλίους χρόνους εισφέρεις εαυτόν δογμάτισε» από αυτό γίνεται φανερό, ότι όταν τον λόγον έγραφε, υπήρχε ήδη τελειωμένο το από κτίσεως κόσμου εξακισχιλιοστόν έτος.
|
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.
Αρετών ταις ακτίσι καταλαμπόμενος, της εν Χριστώ πολιτείας φωστήε πολύφωτος, θεοφόρε Ισαάκ ώφθης εν Πνεύματι, και κατευθύνεις ασφαλώς, σωτηρίας προς οδόν, διδάγμασι θεοπνεύστοις, τους ευφημούντας σε Πάτερ, ως του Χριστού θείον θεράποντα.
Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ΄. Τη υπερμάχω.
Τη ισαγγέλω πολιτεία σου, μακάριε, του Παρακλήτου ανεδείχθης θείον όργανον, Ισαάκ, και μοναζόντων τύπος εν πάσιν, αλλ' ως χάριτος της θείας ενδιαίτημα, χάριν αίτησαι ημίν και φως ουράνιον, τοις βοώσι σοι, χαίροις, Πάτερ θεόσοφε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ησυχίας θείος κανών, χαίροις μοναζόντων, ο διδάσκαλος ο σοφός, χαίροις ο παρέχων, τα πρόσφορα εκάστω, της χάριτος τω λόγω, Ισαάκ Όσιε.
|
7 ***
Ευαγγελισμός Υπερ-Αγίας Θεοτόκου :
Σήμερα η εκκλησία μας γιορτάζει το χαρμόσυνο μήνυμα της θείας ενσάρκωσης, που με τόσο σαφή τρόπο μας το παρουσιάζει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιο του (κεφ. Α' στίχ. 26-38). Την ήμερα αυτή, ο θεόσταλτος αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζεται στην Παρθένο Μαρία, στη Ναζαρέτ και της ανήγγειλε ότι θα γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου, τον Ιησού Χριστό. Και Όταν η Παρθένος αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να συλλάβει χωρίς άνδρα, ο αρχάγγελος της απάντησε ότι «το Άγιο Πνεύμα θα έλθει σε σένα και η δύναμη του Υψίστου θα σε επισκιάσει» Τότε η σεμνή κόρη, η Παρθένος Μαρία, του απάντησε ταπεινά. «Ιδού λοιπόν, η δούλη του Κυρίου. Ας γίνει το θέλημα Εκείνου». και καθώς ο Γαβριήλ εξαφανίστηκε από μπροστά της, συντελέστηκε το μεγαλύτερο μυστήριο της ανθρωπότητας. με τρόπο υπερφυσικό, η Παρθένος συνέλαβε στην άχραντη κοιλιά της, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Εκείνον πού με την εκούσια θυσία του επάνω στο Σταυρό, έσωσε το ανθρώπινο γένος από τον αιώνιο θάνατο και την καταστροφή στην οποία είχε οδηγηθεί μετά την πτώση των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο και την εμφάνιση της αμαρτίας στον κόσμο.
Αξίζει, όμως, να δούμε πως οι εμπνευσμένοι υμνωδοί της Εκκλησίας μας έψαλαν το κοσμοσωτήριο άγγελμα: «Σήμερον χαράς Ευαγγέλια παρθενική πανήγυρις τα κάτω τοις άνω συνάπτεται• ο Αδάμ καινουργείται η Εύα της πρώτης λύπης ελευθερούται και η σκηνή της καθ' ημάς ουσίας τη θεώσει του προσληφθέντος φυράματος ναός Θεού κεχρημάτικεν. Ω μυστήριον! ο τρόπος της κενώσεως άγνωστος, ο τρόπος της συλλήψεως άφραστος. Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι παρθενική γαστήρ τον Υίόν υποδέχεται, Πνεύμα άγιον καταπέμπεται Πατήρ άνωθεν ευδοκεί, και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν εν ω και δι' ου σωθέντες, συνωδά τω Γαβριήλ, προς την Παρθένον βοήοωμεν χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου, εξ ης ή σωτηρία, Χριστός ο Θεός ημών, την καθ' ημάς προσλαβόμενος φύσιν προς εαυτόν έπανήγαγεν».
Οι αρχές της εορτής του Ευαγγελισμού δεν είναι επακριβώς γνωστές. Το γεγονός ότι η Αγία Ελένη έκτισε στη Ναζαρέτ βασιλική, στην οποία περιλαμβανόταν κατά παράδοση ο οίκος της Θεοτόκου, όπου αυτή δέχθηκε τον Ευαγγελισμό, επέδρασε ίσως στη σύσταση τοπικής εορτής. Οι πρώτες μαρτυρίες περί αυτής ευρίσκονται στον Άγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 430 μ.Χ. και στο Πασχάλιον Χρονικόν (624 μ.Χ.), όπου χαρακτηρίζεται ως συσταθείσα στις 25 Μαρτίου από τους θεοφόρους δασκάλους. Η μεγαλοπρεπής πανήγυρη του Ευαγγελισμού ετελείτο από τους Βυζαντινούς στο ναό των Χαλκοπρατείων, όπου παρίσταντο και οι αυτοκράτορες
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται, καί Γαβριήλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διό καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ᾽ ὡς ἔχουσα τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὁ μέγας Στρατηγός, τῶν ἀΰλων ταγμάτων, εἰς πόλιν Ναζαρέτ, ἐπιστὰς Βασιλέα, μηνύει σοι Ἄχραντε, τῶν αἰώνων καὶ Κύριον· Χαῖρε, λέγων σοι, Εὐλογημένη Μαρία, ἀκατάληπτον, καὶ ἀνερμήνευτον θαῦμα, βροτῶν ἡ ἀνάκλησις.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Σήμερον ἅπασα κτίσις ἀγάλλεται, ὅτι τὸ χαῖρέ σοι φωνεῖ Ἀρχάγγελος, εὐλογημένη σὺ Σεμνή, καὶ Ἄχραντε πανάμωμε. Σήμερον τοῦ ὄφεως, ἀμαυροῦται τὸ φρύαγμα· ἀρᾶς γὰρ διαλέλυται, τοῦ Προπάτορος σύνδεσμος. Διὸ καὶ κατὰ πάντα βοῶμέν σοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ'. Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Γαβριὴλ ἐξ οὐρανοῦ, τὸ Χαῖρε κράζει τῇ σεμνῇ, ὅτι συλλήψῃ ἐν γαστρί, τὸν προαιώνιον Θεόν, τὸν διὰ λόγου τὰ πέρατα συστησάμενον· ὅθεν Μαριὰμ ἀπεφθέγγετο· Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τὶς ἑώρακε; καὶ ἑρμηνεύων ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, τῇ Θεοτόκῳ καὶ Παρθένῳ· Ἐλεύσεταί σοι· Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ'.Αὐλῶν ποιμενικῶν.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ γῆς νῦν κατῆλθεν, ὁ Ἄγγελος βοῶν, τῇ Παρθένῳ ἐπέστη· Χαῖρε Εὐλογημένη, ἡ τὴν σφραγῖδα μόνη φυλάξασα, ἐν μήτρᾳ δεξαμένη, τὸν πρὸ αἰώνων Λόγον καὶ Κύριον, ἵνα ἐκ πλάνης σώσῃ ὡς Θεός, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο καὶ ἵστατο, κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος , Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μεγαλυνάριον
Νῦν εὐαγγελίζεται Γαβριήλ, τὸ χαῖρε κραυγάζων, μετὰ δέους τῇ Μαριάμ. Ὢ τοῦ ξένου τρόπου! ἐν μήτρᾳ γὰρ ἀχράντῳ, συνείληπται ὁ Πλάστης σῴζων ὃν ἔπλασε.
|
8 ***
Α΄ Χαιρετισμοί :
Βιογραφία
Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε
εδώ.
Ακάθιστος Ύμνος - Α' Στάσις
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
οὐρανόθεν ἐπέμφθη,
εἰπεῖν τῇ Θεοτόκω τὸ Χαῖρε·
καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ,
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε,
ἐξίστατο καὶ ἵστατο,
κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·
Χαῖρε, δ' ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει,
χαῖρε, δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις,
χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀθρωπίνοις λογισμοῖς,
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν ἥλιον,
χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαῖρε, δι' ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις,
χαῖρε, δι' ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Βλέπουσα ἡ Ἁγία,
ἑαυτήν ἐν ἁγνείᾳ,
φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς,
δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται·
ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως,
τὴν κύησιν πὼς λέγεις κράζων·
Ἀλληλούια.
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι,
ἡ Παρθένος ζητοῦσα,
ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα·
ἐκ λαγόνων ἁγνῶν,
υἷον πῶς ἔσται τεχθῆναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρὸς ἥν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ,
πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Χαῖρε, βουλῆς ἀπορρήτου μύστις,
χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον,
χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός,
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα ἀπὸ γῆς πρὸς οὐρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα,
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαῖρε, τὸ φῶς ἀρρήτως γεννήσασα,
χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου,
ἐπεσκίασε τότε,
πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμω·
καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν,
ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι,
τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ἔχουσα θεοδόχον,
ἡ Παρθένος τὴν μήτραν,
ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ.
Τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθὺς ἐπιγνόν,
τὸν ταύτης ἀσπασμὸν ἔχαιρε,
καὶ ἅλμασιν ὡς ἄσμασιν,
ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμάραντου κλῆμα,
χαῖρε, καρποῦ ἀκήρατου κτῆμα.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον,
χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἠμῶν φύουσα,
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν,
χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις,
χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα,
χαῖρε, παντός τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία,
χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παρρησία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων,
λογισμῶν ἀμφιβόλων,
ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη·
πρὸς τὴν ἄγαμόν σὲ θεωρῶν,
καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε·
μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν,
ἐκ Πνεύματος Ἁγίου,
ἔφη·
Ἀλληλούια.
9 ***
Β΄ Χαιρετισμοί :
Βιογραφία
Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε
εδώ.
Ακάθιστος Ύμνος - Β' Στάσις
Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·
Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι' ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι' αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια.
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια.
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ' ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια.
10 ***
Γ΄ Χαιρετισμοί :
Βιογραφία
Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε
εδώ.
Ακάθιστος Ύμνος - Γ' Στάσις
Νέαν ἔδειξε κτίσιν,
ἐμφανίσας ὁ Κτίστης,
ἡμῖν τοῖς ὑπ' αὐτοῦ γενομένοις·
ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός,
καὶ φυλάξας ταύτην,
ὥσπερ ἦν ἄφθορον,
ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες,
ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·
Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας,
χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.
Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα,
χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.
Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί,
χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ' οὗ σκέπονται πολλοί.
Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις,
χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.
Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις,
χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.
Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παρρησίας,
χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ξένον τόκον ἰδόντες,
ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες·
διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός,
ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος·
βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος,
τοὺς αὐτῷ βοώντας·
Ἀλληλούια.
Ὅλως ἦν ἐν τοῖς κάτω,
καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν,
ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γὰρ θεϊκή,
οὐ μετάβασις τοπικὴ γέγονε,
καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου,
ἀκουούσης ταῦτα·
Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα,
χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.
Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα,
χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.
Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ,
χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.
Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα,
χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐλύθη παράβασις,
χαῖρε, δι' ἧς ἠνοίχθη παράδεισος.
Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας,
χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων,
κατεπλάγη τὸ μέγα,
τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον·
τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν,
ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον,
ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα,
ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ρήτορας πολυφθόγγους,
ὡς ἰχθύας ἀφώνους,
ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε·
ἀποροῦσι γὰρ λέγειν,
τὸ πῶς καὶ Παρθένος μένεις,
καὶ τεκεῖν ἴσχυσας·
ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστῶς βοῶμεν·
Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον,
χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.
Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα,
χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.
Χαῖρε, ὅτὶ ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί,
χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.
Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα,
χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.
Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα,
χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.
Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι,
χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον,
ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ,
πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε·
καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός,
δι' ἡμᾶς ἐφάνη καθ' ἡμᾶς ἄνθρωπος·
ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας,
ὡς Θεὸς ἀκούει·
Ἀλληλούια.
11 ***
Δ΄ Χαιρετισμοί :
Βιογραφία
Πληροφορίες για τον Ακάθιστο Ύμνο βλέπε
εδώ.
Ακάθιστος Ύμνος - Δ' Στάσις
Τεῖχος εἶ τῶν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
καὶ πάντων τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων.
Ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής, Ἄχραντε,
οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα σου,
καὶ πάντας σοι προσφωνεῖν διδάξας·
Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας,
χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτήριας.
Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως,
χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.
Χαῖρε, σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς,
χαῖρε, σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.
Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα,
χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.
Χαῖρε, παστάς ἀσπόρου νυμφεύσεως,
χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.
Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων,
χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς,
ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε,
οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον,
ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς σοὶ βοῶσιν·
Ἀλληλούια.
Φωτοδόχον λαμπάδα,
τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν,
ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον·
τὸ γὰρ ἄυλον ἅπτουσα φῶς,
ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας,
αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα,
κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·
Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου,
χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.
Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα,
χαῖρε, ὡς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν,
Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύρρυτον ἀναβλύζεις ποταμόν.
Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον,
χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.
Χαῖρε, λουτὴρ ἔκπλυνων συνείδησιν,
χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.
Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας,
χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Χάριν δοῦναι θελήσας,
ὀφλημάτων ἀρχαίων,
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων,
ἐπεδήμησε δι’ἑαυτοῦ,
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον,
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούια.
Ψάλλοντές σου τὸν τόκον,
ἀνυμνοῦμέν σε πάντες,
ὡς ἔμψυχον ναόν, Θεοτόκε.
Ἐν τῇ σῇ γὰρ οὶκήσας γαστρί,
ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος,
ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδαξε βοᾶν σοὶ πάντας·
Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
χαῖρε, Ἁγία ἁγίων μείζων.
Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι,
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.
Χαῖρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εὐσεβῶν,
χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.
Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος,
χαῖρε, τῆς Βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.
Χαῖρε, δι' ἧς ἐγείρονται τρόπαια,
χαῖρε, δι' ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι.
Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία,
χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὦ πανύμνητε Μῆτερ,
ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων ἁγίων,
ἁγιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γὰρ τὴν νῦν προσφοράν,
ἀπὸ πάσης ρῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας,
καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
τοὺς σοὶ βοῶντας·
Ἀλληλούια.
12 ***
Α΄ Κυριακή Νηστειών :
Βιογραφία
Η αγία αυτή ημέρα είναι ξεχωριστή, διότι παρά το κατανυκτικό κλίμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εορτάζει λαμπρά η Ορθοδοξία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Ποιούμε ανάμνηση του κορυφαίου γεγονότος της εκκλησιαστικής μας ιστορίας, της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων, το οποίο επισυνέβη το 843 μ.Χ. στο Βυζάντιο, χάρις στην αποφασιστική συμβολή της βασιλίσσης και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεοφίλου (840 - 843 μ.Χ.).
Αναφερόμαστε στη μεγάλη εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε κυριολεκτικά την Εκκλησία μας για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το 726 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος (717 - 741 μ.Χ.) αποφάσισε να επιφέρει στο κράτος ριζικές μεταρρυθμίσεις. Μια από αυτές ήταν η απαγόρευση προσκύνησης των ιερών εικόνων, επειδή, παίρνοντας αφορμή από ορισμένα ακραία φαινόμενα εικονολατρίας, πίστευε πως η χριστιανική πίστη παρέκλινε στην ειδωλολατρία. Στην ουσία όμως εξέφραζε δικές του ανεικονικές απόψεις, οι οποίες ήταν βαθύτατα επηρεασμένες από την ανεικονική ιουδαϊκή και ισλαμική πίστη. Η αναταραχή ήταν αφάνταστη. Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο φοβερά αντιμαχόμενες ομάδες, τους εικονομάχους και τους εικονολάτρες. Οι διώξεις φοβερές. Μεγάλες πατερικές μορφές ανάλαβαν να υπερασπίσουν την ορθόδοξη πίστη. Στα 787 μ.Χ. συγκλήθηκε η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία διατύπωσε με ακρίβεια την οφειλόμενη τιμή στις ιερές εικόνες. Σε αυτή επίσης διευκρινίστηκαν και άλλα δυσνόητα σημεία της χριστιανικής πίστεως, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος και να ομιλούμε για θρίαμβο της Ορθοδοξίας μας.
Η εικόνα στην Ορθοδοξία μας δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσον τιμής του εικονιζόμενου προσώπου. Ακόμα και ο Χριστός μπορεί να εικονισθεί, διότι έγινε άνθρωπος. Μάλιστα όποιος αρνείται τον εικονισμό του Χριστού αρνείται ουσιαστικά την ανθρώπινη φύση Του! Οι μεγάλοι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, που αναδείχθηκαν μέσα από τη λαίλαπα της εικονομαχίας, διατύπωσαν το ορθόδοξο δόγμα με προσοχή και ευλάβεια. Η προσκύνηση της ιερής εικόνας του Χριστού και των άλλων ιερών προσώπων του Χριστιανισμού δεν είναι ειδωλολατρία, όπως κατηγορούνταν από τους εικονομάχους, διότι η τιμή δεν απευθύνεται στην ύλη, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ.Βασίλειος P . G . 32,149) και «Προσκυνούμεν δε ταις εικόσιν ου τη ύλη προσφέροντες την προσκύνησιν, αλλά δι΄αυτών τοις εν αυταίς εικονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P . G .94 1356). Η ευλογία και η χάρη που λαμβάνει ο πιστός από την προσκύνηση των ιερών εικόνων δίνεται από το ζωντανό ιερό πρόσωπο και όχι από την ύλη της εικόνας.
Η εικόνα έχει τεράστια ποιμαντική χρησιμότητα. Μια εικόνα, σύμφωνα με γλωσσική έκφραση, αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της εκκλησιαστικής εικονογραφίας οι πιστοί βοηθούνται να αναχθούν στις υψηλές πνευματικές θεωρίες και στο θείον.
Βεβαίως η ηρεμία δεν αποκαταστάθηκε, διότι εξακολουθούσαν να βασιλεύουν εικονομάχοι αυτοκράτορες. Στα 843 η ευσεβής αυτοκράτειρα Θεοδώρα, επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ του Γ΄, έθεσε τέρμα στην εικονομαχική έριδα και συνετέλεσε στο θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Οι Πατέρες όρισαν να εορτάζεται ο θρίαμβος του ορθοδόξου δόγματος την πρώτη Κυριακή των Νηστειών για να δείξει στους πιστούς πως ο πνευματικός μας αγώνας θα πρέπει να συνδυάζεται με την ορθή πίστη για να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Νηστεία και ασκητική ζωή έχουν και άλλες αιρέσεις ή θρησκείες, και μάλιστα με πολύ αυστηρότερους κανόνες άσκησης. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σωθούν και να ενωθούν με το Θεό. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε αδιέξοδα και εν τέλει στην απώλεια.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ήχος β'.
Την άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ, Αιτούμενοι συγχώρεσιν των πταισμάτων ημών βουλήσει γαρ ηυδόκησας ανελθείν εν τω Σταυρώ ίνα ρύση ους έπλασες εκ της δουλείας του εχθρού όθεν ευχαρίστως βοώμεν χαράς επλήρωσας τα πάντα ο σωτήρ ημών ο παραγενόμενος εις το σώσαι τον κόσμον.
|
13 ***
΄Αγιος Ιωάννης Συγγρφέας της κλίμακος :
Βιογραφία
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας πιθανότατα το 523 μ.Χ. στη Συρία. Ήταν γιος πλούσιας και ευσεβούς οικογένειας. Σε νεαρή ηλικία, παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως, ώστε να διακρίνεται ανάμεσα στους συνομήλικούς του. Εκείνος όμως, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσευχή, τις θεολογικές μελέτες, την συγγραφική εργασία και την άσκηση. Πήγε στο Όρος Σινά, κοντά στον φημισμένο αναχωρητή Μαρτύριο, ο οποίος καθοδήγησε πνευματικά τον νεαρό Ιωάννη. Μετά από τέσσερα χρόνια άσκησης, εκάρη μοναχός ενώ η φήμη των αρετών και της σοφίας του είχε ευρύτερα διαδοθεί. Γι' αυτό πολλοί μοναχοί και λαϊκοί, αλλά και αξιωματούχοι έρχονταν στη Μονή για να ζητήσουν τη συμβουλή του. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Λόγω της διαβίωσής του στην Ιερά Μονή Σινά ονομάζεται και Σιναΐτης. Μετά το θάνατο του ηγούμενου της Μονής και κατόπιν απαιτήσεως των αδελφών δέχθηκε να γίνει Ηγούμενος της ιεράς Μονής Σινά για μερικά χρόνια. Η νοσταλγία, όμως, της ερημικής ζωής, έκανε τον Ιωάννη να αποσυρθεί πάλι στην έρημο και να αφοσιωθεί πάλι στις μελέτες του. Εκοιμήθη εν ειρήνη περί το 606 μ.Χ. και άφησε δύο σπουδαιότατα συγγράμματα, την «Κλίμακα» και τον «Λόγον προς τον Ποιμένα».
Η «Κλίμακα» περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών. Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις. Από την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Μαρτίου και την Δ΄ Κυριακή των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Μερικοί λόγοι του, από την Κλίμακα:
1) Η ταπεινοφροσύνη είναι ουράνιος ανεμοστρόβιλος που μπορεί να ανεβάσει την ψυχή από την άβυσσο της αμαρτίας στα ύψη του ουρανού.
2) Μητέρα της πηγής είναι η άβυσσος των υδάτων πηγή δε της διακρίσεως η ταπείνωσις
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεῖον κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, Μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. δ'.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἰωάννη, Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος α'. Χορὸς Ἀγγελικός
Καρπούς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετά νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καί διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμῶντων σε.
|
14 ***
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ από τον Βόλο
Ό άγιος αυτός νεομάρτυρας, καταγόταν από ένα χωριό του Βόλου, Άγιος Γεώργιος ονομαζόμενο, της επαρχίας Δημητριάδος. Ήλθε κάποτε σαν πρεσβευτής των συγχωριανών του στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να παραπονεθεί για τις άδικίες κάποιου αγά σε βάρος των συμπατριωτών του, κατά την είσπραξη των φόρων. Εκεί όμως, αντί να δικαιώσουν την παρουσία του, τον συνέλαβαν και τον πίεζαν να δεχτεί τη μουσουλμανική θρησκεία. ο Σταμάτιος, αφού απέρριψε όλες τις κολακείες, τις υποσχέσεις και τους φοβερισμούς των Τούρκων, αποκεφαλίστηκε στις 16 Αυγούστου 1680 ήμερα Δευτέρα, μπροστά στο παλάτι, στην Αγία Σοφία. Μαρτύριο του Αγίου, πού συνέγραψε ο μοναχός Ιάκωβος ο Αγιορείτης το 1680, βρίσκεται στον υπ' αριθμ. 805 Κώδικα της Μονής Βατοπεδίου, φ. 12α-14.
15 ***
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ και ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρες εκ Σπετσών
~ 3η Φεβρουαρίου , εορτάζει Συμεών - Άννης -Σταματίου ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ .-
- ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΙΩΑΝΝΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΣ και ΝΙΚΟΛΑΟΣ Νεομάρτυρες εκ Σπετσών . - Μαρτύρησαν για το όνομα του Χριστού στη Χίο το 1822. Άπ' αυτούς, ο Σταμάτιος και ο Ιωάννης ήταν αδέλφια. ο πατέρας τους ονομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης ή δε μητέρα τους Ανέζω. Το 1822 οι νέοι αυτοί, μαζί με άλλους πέντε και τον συναθλητή τους Νικόλαο, μπήκαν σ' ένα πλοίο φορτωμένο με λάδι για να το εμπορευτούν σε διάφορα λιμάνια. Λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής, προσάραξαν στον Τσεσμέ, Μικρασιατική παραλία απέναντι από τη Χίο. Όταν βγήκαν στην ξηρά, τους φιλοξένησε κάποιος χριστιανός, πού αργότερα τους πρόδωσε στους Τούρκους με αποτέλεσμα αυτοί να θανατώσουν δύο από τους συντρόφους, δυο άλλοι διασώθηκαν αφού έπεσαν στη θάλασσα και συνελήφθηκαν οι Σταμάτιος, Ιωάννης και ο γέροντας πλοίαρχος Νικόλαος. Στίς 26 Ιανουαρίου 1822 τους παρουσίασαν στον πασά της Χίου. ο πασάς αφού τους ανέκρινε, τους μεν Σταμάτιο και Ιωάννη έκλεισε στη φυλακή, τον δε γέροντα Νικόλαο αποκεφάλισε στην εκτός του Κάστρου πεδιάδα. Οι Τούρκοι αφού δεν κατάφεραν να άλλαξοπιστήσουν τα δύο αδέλφια, στον ίδιο τόπο πού αποκεφάλισαν τον Νικόλαο, αποκεφάλισαν και αυτούς στίς 3-2-1822. Προηγουμένως, ο Σταμάτιος, πού τότε ήταν 18 χρονών και ο Ιωάννης, πού ήταν 22 χρονών, έστειλαν έγγραφη εξομολόγηση στον Μητροπολίτη Χίου, πήραν την ευχή του, κατόρθωσαν να κοινωνήσουν των Άχραντων μυστηρίων και έτσι έφυγαν για την αιώνια ζωή καθ' όλα έτοιμοι.
16 ***
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ ο Βουκόλος
~ 3η Φεβρουαρίου επίσης εορτάζει και ο Βλάσιος
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ ο Βουκόλος Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και οι γονείς του, πλούσιοι σε κοπάδια βοδιών, διακρίνονταν για την ευσέβεια και τις ελεημοσύνες τους. Ακόμα θερμότερος στην πίστη και προθυμότερος στο καλό ο γιος, ήταν ή παρηγοριά πολυάριθμων φτωχών και ορφανών, για τους οποίους διέθετε κάθε χρόνο όλα τα εισοδήματα της δουλειάς του. Κάποτε για επαγγελματικούς λόγους έφυγε από την Καισαρεία. Αυτό συνέβη όταν είχε κινηθεί φονικός διωγμός κατά των χριστιανών, μεταξύ των οποίων πρώτος καταζητήθηκε ο Βλάσιος. Έψαξαν παντού, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Όταν επέστρεψε, του ανέφεραν τα γεγονότα.' Η μητέρα του τον προέτρεπε να φύγει για να σωθεί. 'Αλλ' ο Βλάσιος αρνήθηκε, με τη σκέψη ότι θα ήταν λιποτάκτης της πίστης αν έφευγε για να σωθεί. Και ότι ή σωτηρία του αυτή θα ήταν άτιμη, τη στιγμή πού στο βωμό της πίστης θυσιάζονταν οικογενειάρχες. Έμεινε λοιπόν και παρουσιάστηκε στο κριτήριο. Εκεί, μετά την επανειλημμένη ομολογία του και τη σταθερή επιμονή του σ' αυτή, βασανίστηκε φρικτά. Άλλα με τη θαυμαστή υπομονή του, κέρδισε πολλούς από τους εκεί παρευρεθέντες, οι όποιοι μάλιστα ομολόγησαν την αληθινή πίστη. Τέλος το σώμα του υπέκυψε στο θάνατο, ή νικηφόρα όμως άθληση του αξιώθηκε να πάρει το λαμπρό και αμάραντο στεφάνι της αιώνιας ζωής.
17 ***
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ επίσκοπος Σεβαστείας
~ 11η ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ εορτάζει ο Βλάσιος
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΛΑΣΙΟΣ επίσκοπος Σεβαστείας Ό Άγιος αυτός έζησε τον 4ο αιώνα. Σπούδασε την ιατρική και οι γνώσεις πού πήρε άπ' αυτή συνετέλεσαν να ενισχυθεί ή πίστη του. Διότι στη μελέτη του ανθρωπίνου σώματος, του θαυμάσιου αυτού ζωντανού οργανισμού, έβλεπε αναρίθμητα και καταπληκτικά δείγματα σοφίας. Θα ήταν παραφροσύνη να τα αποδώσει στην τύχη. Όλα αυτά μαρτυρούν τον παντοδύναμο και πάνσοφο Δημιουργό. ο Βλάσιος, λοιπόν, ήταν άριστος επιστήμονας και σοφός στο μυαλό. Όμως αυτό δε φθάνει, και ρωτάει ο θεόπνευστος λόγος της Άγιας Γραφής: "Τίς σοφός και επιστήμων εν ύμίν; δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού εν πραΰτητι σοφίας"1. Δηλαδή, ποιος από σας είναι σοφός και φωτισμένος; Όποιος είναι, ας το δείξει όχι με λόγια, αλλά με τα έργα της καλής του ζωής και με πραότητα, πού δίνει στον άνθρωπο ή αληθινή σοφία. Και ο Βλάσιος το έδειξε. Την επιστήμη του δεν την έκανε επάγγελμα, αλλά αγαθοεργία. Πήγαινε στα σπίτα των φτωχών ασθενών, πού θεράπευε και φρόντιζε με κάθε τρόπο. Συγχρόνως όμως, μελετούσε αδιάκοπα και την Αγία Γραφή. Όλη του ή καλή εργασία έφερε τον Βλάσιο στις τάξεις του κλήρου και τον ανέδειξε επίσκοπο Σεβαστείας. Από τη θέση αυτή, χρησιμοποιεί περισσότερο την επιστήμη του για τη δόξα του Θεού, με έργα και διδασκαλία. Τελικά, βασανίζεται σκληρά από τον έπαρχο Άγρικόλα και αποκεφαλίζεται. Συνδύασε, έτσι, στη ζωή του αρμονικότατα, πίστη και επιστήμη. 1. Επιστολή Ιακώβου, γ' 13.
Απολυτίκιο. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον. Φερωνύμως βλαστήσας ως δένδρον εϋκαρπον, Ίεράρχα Κυρίου Βλάσιε ένδοξε, μαρτυρίου τους καρπούς κόσμω προήγαγες, και θαυμάτων δωρεάς, αναβλύζεις δαψιλώς, ως θείος Ιερομάρτυς, τοις καταφεύγουσι Πάτερ, τη άντιλήψει της πρεσβείας σου.
18 ***
Ο Προφήτης Ιωήλ
|
Βιογραφία
Ο Προφήτης Ιωήλ (Ιωήλ κατά την Β΄Παραλειπομένων (Θ΄29), Ιωάδ κατά μερικούς συναξαριστές) καταγώταν από τον Ιούδα (Γ΄Βασιλ. 10). Αυτός λοιπόν στάλθηκε από τον Θεό προς τον βασιλιά Ιεροβοάμ για να ελέγξει αυτόν για τις δαμάλεις (Γ΄Βασιλ. ιγ΄,2). Όταν δε άπλωσε το χέρι του ο Ιεροβοάμ για να κρατήσει τον προφήτη, ξεράθηκε το χέρι του και αποκαταστάθηκε πάλι δια της προσευχής του προφήτου. Επειδή όμως ο προφήτης πήρε εντολή από τον Θεό να μη φάει και πιει, αυτός έφαγε παραπλανηθείς από τον ψευδοπροφήτη Ενβέ. Γι' αυτό κατασπαράχθηκε, για την παρακοή του, από ένα λιοντάρι, χωρίς όμως το θηρίο να φάει το σώμα του. Τάφηκε δε κοντά στον τάφο του πλανήσαντος αυτόν ψευδοπροφήτου Ενβέ.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, άλλος είναι ο προφήτης Ιωήλ που τη μνήμη του γιορτάζουμε την 19η Οκτωβρίου.
|
19 ***
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ :
Βιογραφία
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους και έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.), Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) και Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Αλλά ο Νικόλαος, εμπνεόμενος από φιλάνθρωπα συναισθήματα, διέθετε την περιουσία του για να ανακουφίζει άπορα, ορφανά, φτωχούς, χήρες, στενοχωρημένους οικογενειάρχες. Ένας μάλιστα, θα διέφθειρε τις τρεις κόρες του, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, μυστικά σε τρεις νύκτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών, αφήνοντας 100 χρυσά φλουριά στην κάθε μία. Έτσι, οι τρεις κόρες αποκαταστάθηκαν και γλίτωσαν από βέβαιη διαφθορά.
Στην συνέχεια αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο, λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του τιμήθηκε, χωρίς να το επιδιώξει, αρχικά με το αξίωμα του Ιερέα στα Πάταρα και συνέχεια με το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων. Από τη θέση αυτή καθοδηγούσε με αγάπη το ποίμνιό του και ομολογούσε με παρρησία την αλήθεια. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τους τοπικούς άρχοντες και ρίχτηκε στη φυλακή.
Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αρχιεπισκοπικό θρόνο. Μάλιστα έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, όπου ξεχώρισε για τη σοφία και την ηθική του τελειότητα.
Ο Άγιος Νικόλαος ήταν προικισμένος και με το χάρισμα της θαυματουργίας με το οποίο έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του το 330 μ.Χ. Για παράδειγμα όταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος στη θάλασσα - λόγω σφοδρών ανέμων - και επικαλέστηκε το όνομα του αγίου σώθηκε και μάλιστα ενώ βρισκόταν στη μέση του πελάγους βρέθηκε αβλαβής στο σπίτι του. Το θαύμα έγινε αμέσως γνωστό στην Πόλη και ο λαός προσήλθε αμέσως σε λιτανεία και αγρυπνία προκειμένου να τιμήσει το θαυματουργό Άγιο.
Περί των Ιερών Λειψάνων του Αγίου
Ο τάφος του Αγίου Νικολάου στη Βασιλική του Μπάρι, ανοίχθηκε αναγκαστικά το 1953 μ.Χ., κατά την διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών, την νύκτα της 5ης προς 6ης Μαΐου. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε επιτροπή από τον Πάπα, με Πρόεδρο τον τότε Ρωμαιοκαθολικό Αρχιεπίσκοπο του Μπάρι Ερρίκο Νικόδημο, στην οποία ανατέθηκε η κανονική αναγνώριση των λειψάνων του τάφου. Παράλληλα ο αναγνωριστικός έλεγχος και η καταμέτρηση των οστών ανατέθηκε στον Καθηγητή της Ανατομίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι Λουΐτζι Μαρτίνο και τον βοηθό του Γιατρό Αλφρέντο Ρουγγίερι.
Τα Λείψανα μέσα στη λάρνακα έπλεαν σέ ένα διαυγές, άχρωμο και άοσμο υγρό, το οποίο είχε βάθος τρία περίπου εκατοστά. Η εξέταση του υγρού αυτού από τα Ινστιτούτα Χημείας και Υγιεινής του Πανεπιστημίου του Μπάρι απέδειξε, ότι επρόκειτο για καθαρό νερό, ελεύθερο από άλατα και στείρο από μικροοργανισμούς! Η έρευνα απέδειξε, ότι το υγρό αυτό προήρχετο από τις μυελοκυψέλες των σπογγωδών οστέων!
Η τρίτη ιστορικά ανακομιδή έγινε την νύκτα της 7ης προς 8ης Μαΐου 1957 μ.Χ., με σκοπό νέα αναγνώριση, καταμέτρηση, ανατομική και ανθρωπολογική μελέτη, πριν την οριστική κατάθεση στην λάρνακα, μετά το πέρας των αναστηλωτικών εργασιών. Στην ιατρική ομάδα συμμετείχε την φορά αυτή και ο Γιατρός Λουΐτζι Βενέζια. Τα αποτελέσματα της ανθρωπολογικής εξετάσεως των Ιερών Λειψάνων υπήρξαν εντυπωσιακά. Διαπιστώθηκε, ότι ανήκαν σέ ένα και το αυτό άτομο και μάλιστα σε άνδρα που είχε ύψος 1.67 περίπου, τρεφόταν κυρίως με φυτικά προϊόντα και πέθανε σε ηλικία μεγαλύτερη των 70 ετών. Το άτομο αυτό ανήκε στην λευκή Ινδοευρωπαϊκή φυλή.
Η κατάσταση ορισμένων οστών έδειξε ακόμη, ότι το άτομο στο οποίο ανήκαν, πρέπει να είχε υποφέρει πολύ κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, που του άφησαν σημάδια στην υπόλοιπη ζωή του. Η αγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα και η διάχυτη ενδοκρανιακή υπερόστωση, πρέπει να κληρονομήθηκαν από κάποια υγρή φυλακή, όπου πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του και μάλιστα σε προχωρημένη ηλικία.
Η ιχνογραφική ανάπλαση του προσώπου, με την μέθοδο της υπερσκελετικής αναπλάσεως των μαλακών μερών της κεφαλής, απέδωσε επίσης θεαματικά αποτελέσματα. Τα σχετικά ιχνογραφήματα που δημοσίευσε ο Καθηγητής Μαρτίνο, βρίσκονται σε συμφωνία με τις παλαιότερες απεικονίσεις του Αγίου, εκείνη της Αγίας Μαρίας της Πρώτης (στη Ρώμη, 8ος ή 9ος αιώνας μ.Χ.) και αυτή του Παρεκκλησίου του Αγίου Ισιδώρου, στον Ναό του Αγίου Μάρκου (στη Βενετία, ψηφιδωτό του 12ου αιώνα μ.Χ.).
Δηλαδή, με τις εξετάσεις των Λειψάνων του Αγίου Νικολάου, πιστοποιήθηκε η γνησιότητά τους, αποδείχθηκε επιστημονικά η μυροβλυσία του και επίσης ότι η πάροδος του χρόνου δεν άμβλυνε την μνήμη των βασικών χαρακτηριστικών της μορφής του, όπως τα διέσωσε η Ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση (πρόσωπο ασκητικό, ευγενικό, με αρμονικές αναλογίες, υψηλό και πλατύ μέτωπο, μεγάλα μάτια - ελαφρά βαθουλωτά - έντονα ζυγωματικά, φαλάκρα). (Βλ. Αντ. Μάρκου, «Τα Λείψανα του Αγ. Νικολάου Επισκόπου Μύρων της Λυκίας και οι ιστορικές τους περιπέτειες»· Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας, φ. 44/1994, σελ. 98 - 106· αγγλική έκδοση από το Κέντρο Παραδοσιακών Ορθοδόξων Σπουδών Έτνας Καλιφορνίας, 1994).
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργὸς ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γὰρ Ὅσιε, τὸ Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ λαοῦ σου, ἔσωσας τοὺς ἀθώους ἐκ τοῦ θανάτου· διὰ τοῦτο ἡγιάσθης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ποταμὸν ἰαμάτων ὑπερχειλῆ, καὶ πηγήν σε θαυμάτων ἀνελλιπῆ, ἔδειξε Νικόλαε, τοῦ ἐλέους ἡ ἄβυσσος· οἱ γὰρ βαρείαις νόσοις, πικρῶς πιεζόμενοι, καὶ συμφοραῖς τοῦ βίου, δεινῶς ἐταζόμενοι, πάσης ἀθυμίας, ἀκεσώδυνον ὄντως, εὑρίσκουσι φάρμακον, τὴν θερμήν σου ἀντίληψιν· διὰ τοῦτο βοῶμέν σοι· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἀνυμνήσωμεν νῦν τὸν Ἱεράρχην ᾄσμασι, τὸν ἐν Μύροις λαοὶ ποιμένα καὶ διδάσκαλον, ἵνα ταῖς πρεσβείαις αὐτοῦ ἐλλαμφθῶμεν· ἰδοὺ γὰρ ὤφθη ὅλος καθάρσιος, ἀκήρατος πνεύματι, Χριστῷ προσάγων θυσίαν ἄμωμον, τὴν εἰλικρινῆ καὶ Θεῷ εὐπρόσδεκτον, ὡς ἱερεὺς κεκαθαρμένος τῇ ψυχῇ καὶ τῇ σαρκί· ὅθεν ὑπάρχει ἀληθῶς, τῆς Ἐκκλησίας προστάτης, καὶ ὑπέρμαχος ταύτης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.
|
20 ***
Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ :
Βιογραφία
«... τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας». Με τη φράση αυτή, το απολυτίκιο, απόλυτα επιτυχημένα, τονίζει την κοινωνική προσφορά του Άγιου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 329 μ.Χ., κατ' άλλους το 330 μ.Χ., στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Τα δε εγκυκλοπαιδικά λεξικά αναφέρουν σαν πατρίδα του Μ. Βασιλείου την Καισαρεία της Καππαδοκίας. Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από τα 4 αγόρια τα 3 αγόρια έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η Μακρίνα, έγινε μοναχή. Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από την Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από την Καππαδοκία, αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες -καθοριστικής σημασίας- πνευματικές βάσεις του Αγίου.
Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική ανοδική πνευματική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του. Και το σπουδαιότερο, κατακτά τη θεία θεωρία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.
Ας αναφέρουμε όμως, περιληπτικά, την πορεία των δραστηριοτήτων του. Μετά τις πρώτες του σπουδές στην Καισαρεία και κατόπιν στο Βυζάντιο, επισκέφθηκε, νεαρός ακόμα, την Αθήνα, όπου επί τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική, έχοντας συμφοιτητές του τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό (τον θεολόγο) και τον Ιουλιανό τον Παραβάτη.
Από την Αθήνα επέστρεψε στην Καισαρεία και δίδασκε την ρητορική τέχνη. Αποφάσισε όμως, να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και γι' αυτό πήγε στα κέντρα του ασκητισμού, για να διδαχθεί τα της μοναχικής πολιτείας στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία. Όταν επέστρεψε, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, αφού έγινε μοναχός, και ασκήθηκε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357 - 362 μ.Χ.). Ήδη τέλεια καταρτισμένος στην Ορθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να τον ανεβάσει στο θρόνο της αρχιεροσύνης, διαδεχόμενος τον Ευσέβιο στην επισκοπή της Καισαρείας (370 μ.Χ.). Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα, ως αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την Ορθόδοξη Πίστη. Με τους ορθόδοξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα φρονήματα των κακοδόξων.
Στους αγώνες του κατά του Αρειανισμού αναδείχτηκε αδαμάντινος, ούτε κολακείες βασιλικές του Ουάλεντα (364 - 378 μ.Χ.), που πήγε αυτοπροσώπως στην Καισαρεία για να τον μετατρέψει στον Αρειανισμό, ούτε οι απειλές του Μόδεστου μπόρεσαν να κάμψουν το ορθόδοξο φρόνημα του Αγίου. Υπεράσπισε με θάρρος την Ορθοδοξία, καταπλήσσοντας τον βασιλιά και τους Αρειανούς. Ακόμα, αγωνίστηκε κατά της ηθικής σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στο μοναχισμό.
Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή Ιδρύματα, όπως φτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο κ.ά., όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Τα κυριότερα έργα του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, πολλές και διάφορες άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές. Εκτός των άλλων έργων του, έγραψε και Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση αυτής της συντομότερης του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής κράσεώς του και της αυστηρής ασκητικής ζωής του (ορισμένες πηγές λένε από βαριά αρρώστια του ήπατος ή των νεφρών), την 1η Ιανουαρίου του 378 μ.Χ. ή κατ' άλλους το 379 με 380 μ.Χ., εγκαταλείπει το φθαρτό και μάταιο αυτό κόσμο, αφήνοντας παρακαταθήκη και Ιερή κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
Το συγγραφικό έργο του
Τα έργα του κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες:
Δογματικά συγγράμματα.
α) «Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου». Αποτελείται από τρία βιβλία και καταφέρεται ενάντια του αρχηγού των Ανομοίων Ευνομίου.
β) «Προς Αμφιλόχιον, περί του Αγίου Πνεύματος». Επιστολική πραγματεία προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο σχετικά με το Άγιο Πνεύμα.
Ασκητικά συγγράμματα.
α) «Τα Ηθικά». Συλλογή 80 ηθικών κανόνων.
β) «Όροι κατά πλάτος». Περιέχει 55 κεφάλαια με θέμα γενικές αρχές του μοναχισμού.
γ) «Όροι κατ’ επιτομήν». Περιέχει 313 κεφάλαια που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των μοναχών.
δ) «Περί πίστεως».
ε) «Περί κρίματος».
στ) «Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας». Έργο σχετικό με την παρθενική ζωή.
Ομιλίες.
Ορισμένες από τις ομιλίες του είναι:
α) «Εις την Εξαήμερον». Συλλογή 9 ομιλιών με θέμα τη δημιουργία του κόσμου.
β) «Εις του Ψαλμούς». Συλλογή 18 ομιλιών με αφορμή το περιεχόμενο των Ψαλμών του Δαυίδ.
γ) «Περί του ουκ έστιν αίτιος του κακού ο Θεός».
δ) «Περί πίστεως».
ε) «Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων».
στ) «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Το διασημότερο από τα κείμενα του Βασιλείου, στο οποίο πραγματοποιεί προσπάθεια γεφύρωσης μεταξύ χριστιανικής και κλασσικής παιδείας.
ζ) «Προτρεπτικός εις το άγιον βάπτισμα».
η) «Εις το πρόσεχε σεαυτώ».
θ) «Προς Πλουτούντας».
ι) «Εν λιμώ και αυχμώ».
ια) «Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και περί ευχαριστίας».
Επιστολές.
Σώζονται 365 επιστολές με το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, που καλύπτουν την εικοσαετία από την επιστροφή του στην Καισάρεια από την Αθήνα έως και το θάνατό του.
Το έθιμο της βασιλόπιτας
Στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη, όταν το Βυζάντιο κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία, ο Ιουλιανός πέρασε με τον στρατό του από την Καισαρεία. Τότε διέταξε να φορολογήσουν όλη την επαρχία και τα χρήματα αυτά θα τα έπαιρνε επιστρέφοντας για την Κωνσταντινουπολη. Ετσι, οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να δώσουν ό,τι είχε ο καθένας χρυσαφικά νομίσματα κ.λπ. Όμως ο Ιουλιανός σκοτώθηκε άδοξα σε μια μάχη στον πόλεμο με τους Πέρσες, έτσι δεν ξαναπέρασε ποτέ από την Καισάρεια. Τότε ο Αγιος Βασίλης έδωσε εντολή και από τα μαζεμένα χρυσαφικά τα μισά να δοθούν στους φτωχούς, ένα μικρό μέρος κράτησε για τις ανάγκες των ιδρυμάτων της Βασιλειάδος , και τα υπόλοιπα τα μοίρασε στους κατοίκους με ένα πρωτότυπο τρόπο: έδωσε εντολή να ζυμώσουν ψωμιά και σε κάθε ψωμί, έβαλε από ένα νόμισμα ή χρυσαφικό μέσα, κατόπιν τα μοίρασε στα σπίτια, έτσι τρώγοντας οι κάτοικοι τα ψωμιά όλο και κάτι έβρισκαν μέσα. Έτσι, γεννήθηκε το έθιμο της πίτας που ονομάσθηκε βασιλόπιτα.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’.
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου· δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ὥφθης βάσις ἄσειστος τῇ Ἐκκλησίᾳ, νέμων πᾶσιν ἄσυλον, τὴν κυριότητα βροτοῖς, ἐπισφραγίζων σοῖς δόγμασιν, Οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ λόγον.
Ἑξανοίξας τὸ στόμα λόγῳ Θεοῦ, ἐξηρεύξω σοφίαν κήρυξ φωτός, καὶ φρόνημα ἔνθεον, τῇ οἰκουμένῃ κατέσπειρας· τῶν γὰρ Πατέρων ὄντως, κυρώσας τὰ δόγματα, κατὰ Παῦλον ὤφθης, τῆς πίστεως πρόμαχος· ὅθεν καὶ Ἀγγέλων, συμπολίτης ὑπάρχεις, καὶ τούτων συνόμιλος, ἀνεδείχθης μακάριε, Θεοφάντορ Βασίλειε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῆς σωφροσύνης ὁ κρατήρ, τὸ στόμα τῆς σοφίας, καὶ βάσις τῶν δογμάτων, Βασίλειος ὁ μέγας, πᾶσιν ἀστράπτει νοερῶς. Δεῦτε οὖν, καὶ στῶμεν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ, θερμῶς ἐνατενίζοντες, τοῖς θαύμασι τοῖς τούτου τερπόμενοι, καὶ ὥσπερ λαμπηδόνι ἀστραφθέντες τῷ φωτὶ αὐτῶν, θαλφθῶμεν τῷ τοῦ βίου καθαρτικῷ πνεύματι, μιμούμενοι αὐτοῦ τὴν πίστιν, τὴν ζέσιν, τὴν ταπείνωσιν, δι' ὧν οἶκος ἐδείχθη τοῦ ὄντως Θεοῦ· πρὸς ὃν βοῶντες ὑμνοῦμεν, οὐρανοφάντορ Βασίλειε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον
Τὸν οὐρανοφάντορα τοῦ Χριστοῦ, μύστην τοῦ Δεσπότου, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸν ἐκ Καισαρείας, καὶ Καππαδόκων χώρας, Βασίλειον τὸν μέγαν, πάντες τιμήσωμεν.
|
21 ***
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ :
Βιογραφία
Ο μεγάλος αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 347 μ.Χ.(κατά άλλους το 354 μ.Χ.). Πατέρας του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Γρήγορα έμεινε ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του - χήρα τότε 20 ετών - τον ανέθρεψε και τον μόρφωσε κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Ήταν ευφυέστατο μυαλό και σπούδασε πολλές επιστήμες στην Αντιόχεια - κοντά στον τότε διάσημο ρήτορα Λιβάνια - αλλά και στην Αθήνα, μαζί με τον αγαπημένο του φίλο Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ιανουαρίου).
Όταν αποπεράτωσε τις σπουδές του, επανήλθε στην Αντιόχεια και αποσύρθηκε στην έρημο για πέντε χρόνια, όπου ασκήτευε προσευχόμενος και μελετώντας τις Άγιες Γραφές. Ασθένησε όμως και επέστρεψε στην Αντιόχεια, οπού χειροτονήθηκε διάκονος - το 381 μ.Χ., σε ηλικία 34 ετών - από τον Αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο. Αργότερα δε από τον διάδοχο του Μελετίου Φλαβιανό πρεσβύτερος σε ηλικία 40 ετών.
Κατά την Ιερατική του διακονία ανέπτυξε όλα τα ψυχικά του χαρίσματα, πύρινο θείο ζήλο και πρωτοφανή ευγλωττία στα κηρύγματα του. Έσειε και συγκλόνιζε τα πλήθη της Αντιόχειας και συγκινούσε τις ψυχές τους βαθύτατα. Η φήμη του αυτή έφτασε μέχρι τη βασιλεύουσα και έτσι, την 15η Δεκεμβρίου 397 μΧ., με κοινή ψήφο βασιλιά Αρκαδίου και Κλήρου, έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης, κάτι που ο ίδιος δεν επεδίωξε ποτέ. Και από την θέση αυτή ο Ιερός Χρυσόστομος, εκτός άλλων, υπήρξε αυστηρός ασκητής και δεινός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, όπως φαίνεται από τα πολλά συγγράμματα του (διασώθηκαν 804, περίπου, ομιλίες του). Έργο επίσης του Χρυσοστόμου είναι και η Θεία Λειτουργία, που τελούμε σχεδόν κάθε Κυριακή, με λίγες μόνο, από τότε μετατροπές.
Ο ιερός Χρυσόστομος κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του υπήρξε αδυσώπητος ελεγκτής κάθε παρανομίας και κακίας. Αυτό όμως έγινε αιτία να δημιουργήσει φοβερούς εχθρούς, και μάλιστα αυτήν την αυτοκράτειρα Ευδοξία, επειδή ήλεγχε τις παρανομίες της. Αυτή μάλιστα, σε συνεργασία με τον τότε Πατριάρχη Αλεξαδρείας Θεόφιλο (ενός μοχθηρού και ασεβούς ανθρώπου), συγκάλεσε σύνοδο (παράνομη) από 36 επισκόπους (όλοι τους πνευματικά ύποπτοι και δυσαρεστημένοι από τον άγιο) στο χωριό Δρυς της Χαλκηδόνας και πέτυχε την καθαίρεση και εξορία του Αγίου σ' ένα χωριό της Βιθυνίας. Η απόφαση αυτή όμως, τόσο εξερέθισε τα πλήθη, ώστε αναγκάστηκε αυτή η ίδια η Ευδοξία να τον ανακαλέσει από την εξορία και να τον αποκαταστήσει στο θρόνο με άλλη συνοδική αθωωτική απόφαση (402 μ.Χ.). Αλλά λίγο αργότερα, η ασεβής αυτή αυτοκράτειρα, κατάφερε και πάλι να εξορίσει τον Άγιο (20 Ιουνίου 404 μ.Χ.) στην Κουκουσό της Αρμενίας και από κει στα Κόμανα, όπου μετά από πολλές κακουχίες και άλλες ταλαιπωρίες πέθανε το 407 μ.Χ.
Ο Μ. Ι. Γαλανός στον Συναξαριστή του, μεταξύ των άλλων, αναφέρει για τον Ιερό Χρυσόστομο, ότι υπήρξε και αναγνωρίζεται ως ο πιο άριστος και δημοφιλής διδάσκαλος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Κανένας δεν εξήγησε όπως αυτός, με τόσο πλούτο και τόση σαφήνεια τα νοήματα των θείων Γραφών, ούτε δε υπήρξε εφάμιλλός του στην ετοιμολογία, την απλότητα, αλλά και στη φλόγα και τη δύναμη της ρητορείας. Υπήρξε ρήτορας θαυμαστός, λογοτέχνης απαράμιλλος, βαθύτατος και διεισδυτικότατος, ψυχολόγος και καταπληκτικός κοινωνιολόγος με αίσθημα χριστιανικής ισότητας, χωρίς προνομιούχους, με καθολική αδελφότητα. Ανήκει σ' αυτούς που φαίνονται «ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Προς Φιλιππησίους, 6' 15.). Δηλαδή σαν φωτεινά αστέρια μέσα στον κόσμο.
Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο ιερός Χρυσόστομος πέθανε την 14η Σεπτεμβρίου, αλλά λόγω εορτής της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού μετατέθηκε η εορτή της μνήμης του την 13η Νοεμβρίου. Επίσης την 15η Δεκεμβρίου εορτάζουμε την χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, την 27η Ιανουαρίου την ανακομιδή των λειψάνων του, αλλά η μνήμη του εορτάζεται και την 30η Ιανουαρίου μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Και τέλος την 26η Φεβρουαρίου εορτάζουμε την μνήμη της χειροτονίας του σε πρεσβύτερο.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. δ’.
Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τὴν οἰκουμένην ἐφώτισεν, ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυροὺς ἐναπέθετο, τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλὰ σοῖς λόγοις παιδεύων, Πάτερ, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Ἐκ τῶν οὐρανῶν ἐδέξω τὴν θείαν χάριν, καὶ διὰ τῶν σῶν χειλέων, πάντας διδάσκεις, προσκυνεῖν ἐν Τριάδι τὸν ἕνα Θεόν, Ἰωάννη Χρυσόστομε, παμμακάριστε Ὅσιε, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε· ὑπάρχεις γὰρ καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὴν σοφίαν ἐξ ὕψους καταμαθών, καὶ τὴν χάριν τῶν λόγων παρὰ Θεοῦ, τοῖς πᾶσιν ἐξέλαμψας, ὡς χρυσὸς ἐν καμίνῳ, καὶ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, Μονάδα ἐκήρυξας, τήν φιλάργυρον πλάνην, τοξεύσας τοῖς λόγοις σου· ὅθεν καὶ πρὸς ζῆλον, Βασιλίδα ἐλέγξας, ἀδίκως τῆς ποίμνης σου, ἀπελάθης μακάριε, Ἰωάννη Χρυσόστομε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Σκεῦος ἔνθεον τῆς Ἐκκλησίας, πλοῦτος ἄσυλος τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Χρυσόστομε, ἐν ἀπαθείᾳ φαιδρύνας τὸν βίον σου, τοῖς δεομένοις ἐπαντλήσας τόν ἔλεον, Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοῖς χρυσέοις λόγοις σου, ἡ Ἐκκλησία, ἀρδομένη ἅπαντας, ποτίζει νάματα χρυσᾶ, καὶ ἰατρεύει νοσήματα, τῶν σὲ ὑμνούντων, παμμάκαρ Χρυσόστομε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λογον.
Τῆς ἀρρήτου σοφίας θεοπτικῶς, ἐξαντλήσας τὸν πλοῦτον τὸν γνωστικόν, πᾶσιν ἐθησαύρισας, ὀρθοδοξίας τὰ νάματα, τῶν μὲν πιστῶν καρδίας, ἐνθέως εὐφραίνοντα, τῶν δὲ ἀπίστων ἀξίως, βυθίζοντα δόγματα· ὅθεν δι' ἀμφοτέρων, εὐσεβείας ἱδρῶσιν, ἐδείχθης ἀήττητος, τῆς Τριάδος ὑπέρμαχος, Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τῷ τῶν ὅλων Ποιητῇ κλίνω τὸ γόνυ, τῷ προαιωνίῳ Λόγῳ χεῖρας ἐκτείνω, λόγου ζητῶν χάρισμα, ἵνα ὑμνήσω τὸν Ὅσιον, ὃν αὐτὸς ἐμεγάλυνε· φησὶ γὰρ τῷ Προφήτῃ, ὁ ζῶν εἰς τοὺς αἰῶνας, Δοξάζω τοὺς ἐν πίστει δοξάζοντάς με· Ὁ οὖν ἐν τοῖς πάλαι τὸν Σαμουὴλ ἀνυψώσας, ἐδόξασε νῦν τὸν Ἱεράρχην· τὸ τάλαντον γὰρ ὃ ἐπιστεύθη, καλῶς ἐμπορευσάμενος, τῷ Βασιλεῖ προσήγαγε· διὸ καὶ ὑπερύψωσεν αὐτὸν ὁ ὑπερούσιος. Τούτου χάριν αἰτῶ ὁ ἀνάξιος ἐγὼ λόγον δοθῆναί μοι, ἵνα ἰσχύσω εὐσεβῶς ἀνυμνῆσαι αὐτόν. Τῶν περάτων γὰρ ὑπάρχει καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σαφῶν.
|
22 ***
ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ :
Βιογραφία
Ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν ιερεύς στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και έζησε επί αυτοκρατορίας του Σεπτιμίου Σεβήρου (193 - 211 μ.Χ.). Όταν το έτος 198 μ.Χ. ο Σέβηρος εξαπέλυσε απηνή διωγμό κατά των Χριστιανών, ο έπαρχος της Μαγνησίας Λουκιανός, συνέλαβε τον Άγιο και του ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του. Όμως ο Άγιος όχι μόνο δεν το έκανε αυτό, αλλά αντίθετα ομολόγησε στον έπαρχο την προσήλωσή του στον Χριστό και δήλωσε με παρρησία ότι σε οποιοδήποτε βασανιστήριο και να υποβληθεί δεν πρόκειται να αρνηθεί την πίστη της Εκκλησίας. Τότε η σκοτισμένη και σαρκική ψυχή του Λουκιανού επέτεινε την οργή της και διέταξε να αρχίσουν τα φρικώδη βασανιστήρια στο γέροντα ιερέα. Πρώτα τον γύμνωσαν και ο ίδιος ο Λουκιανός, παίρνοντας το ξίφος του προσπάθησε να πληγώσει το σώμα του Αγίου. Όμως αποκόπηκαν τα χέρια του και έμειναν κρεμασμένα στο σώμα του Ιερομάρτυρα και μόνο ύστερα από προσευχή του Αγίου συγκολλήθηκαν αυτά πάλι στο σώμα και ο ηγεμόνας κατέστη υγιής. Βλέποντας αυτό το θαύμα του Αγίου πολλοί από τους δημίους πίστεψαν στον αληθινό Θεό.
Με το ζόφο στο νου και με τη θηριωδία στην καρδιά, ο έπαρχος έδωσε εντολή να διαπομπεύσουν τον Άγιο και να τον σύρουν διά μέσου της πόλεως με χαλινάρι. Τέλος, διέταξε τον αποκεφαλισμό του Αγίου, ο οποίος με το μαρτύριό του έλαβε το αμαράντινο στέφανο της δόξας σε ηλικία 113 ετών.
Περί των Λειψάνων του Αγίου Χαραλάμπους δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μαρτυρίες. Η μοναχή Θεοτέκνη Αγιοστεφανίτισσα στο Συναξάρι του Αγίου Χαραλάμπους (1995 μ.Χ.), καταχωρεί πληροφορίες σχετικά με την τιμία Κάρα του Αγίου, η οποία φυλάσσεται στη Μονή Αγίου Στεφάνου Μετεώρων. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η Κάρα του Αγίου δωρήθηκε στη Μονή από τον Ηγεμόνα της Βλαχίας Βλαδισλάβο, το 1412 – 1413 μ.Χ., μαζί με δύο κτήματα στο Μετόχι Μπουτόϊ. Για την εποχή και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε το πολύτιμο αυτό κειμήλιο στη Βλαχία, δεν σώθηκαν πληροφορίες. Επίσης, τμήματα της τιμίας κάρας του Αγίου Χαραλάμπους φυλάσσονται και στον ομώνυμο προσκυνηματικό ναό της κωμοπόλεως Θεσπιών της Βοιωτίας.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καί λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες· ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμῳ, διά τοῦ μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων, τήν σκοτόμαιναν μάκαρ, διό ἐν παρρησίᾳ Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς φωστήρ ἀνέτειλας ἐκ τῆς ἑῴας, καί πιστούς ἐφώτισας, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, Ἱερομάρτυς Χαράλαμπες· ὅθεν τιμῶμεν τὴν θείαν σου ἄθλησιν.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ἐπεφάνης σήμερον.
Θησαυρὸν πολύτιμον ἡ Ἐκκλησία, τὴν σὴν κάραν κέκτηται, Ἱερομάρτυς Ἀθλητά, τροπαιοφόρε Χαράλαμπε, διὸ καὶ χαίρει τὸν Κτίστην δοξάζουσα.
Κάθισμα
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας, λύχνος ἄσβεστος τῆς οἰκουμένης, Ἀθλοφόρε ἀνεδείχθης Χαράλαμπες, καὶ ἀναλάμψας ἡλίου φαιδρότερον, τὴν τῶν εἰδώλων ἐλαύνεις σκοτόμαιναν, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Οἶκος
Τὸν στερρὸν ὁπλίτην, καὶ Χριστοῦ στρατιώτην καὶ μέγαν ἐν Μάρτυσι, Χαραλάμπη τὸν πανένδοξον, συνελθόντες εὐφημήσωμεν· ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ καὶ τῆς ἀληθείας λαμπρῶς ἠγωνίσατο, καὶ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τρανῶς ἀνεκήρυξε, τὴν πλάνην τῶν εἰδώλων κατήργησε, βασιλέα παρανομώτατον ἤλεγξε, καὶ τὴν κάραν ἐτμήθη, χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος· διὸ καὶ τὸν στέφανον εἴληφε παρὰ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου, καὶ συμπολίτης Ἀγγέλων ἐγένετο. Ὅθεν ἡ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων, τούτου τὴν πάντιμον κάραν κατασπαζομένη, καὶ εὐφημίαις καταστέφουσα, καὶ πολλῶν δεινῶν καὶ νόσων ἀπαλλαττομένη, χαίρει τὸν Κτίστην δοξάζουσα.
Μεγαλυνάριον
Τὸν ἐν Ἀθλοφόροις ἱερουργόν, καὶ ἐν ἱερεῦσιν, ἱερώτατον Ἀθλητήν, τῶν θαυμάτων ῥεῖθρα, πηγάζοντα τῷ κόσμῳ, τὸν μέγαν Χαραλάμπην, ὕμνοις τιμήσωμεν.
|
23 ***
ΜΕΓΑΣ -ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ :
Βιογραφία
Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο από πλούσιους και ενάρετους γονείς, τους οποίους έχασε σε νεαρή ηλικία. Συγκεντρώνει όμως την προσοχή του στην μυστική θεωρία των μοναχών της ερήμου και στην φροντίδα της μικρής αδελφής του. Γρήγορα αποφασίζει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και αναχωρεί για την έρημο, αφού πρώτα τακτοποίησε την μικρότερη αδελφή του και μοίρασε την μεγάλη πατρική περιουσία στους φτωχούς της περιοχής του.
Στην έρημο παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του φθάνοντας στα ανώτατα όρια της άσκησης ώστε η ψυχή του αγίου μπορούσε να εξέρχεται του σώματός του ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Γίνεται το πρότυπο των ασκητών. Πολλοί εξ αυτών έφθαναν στην έρημο για να τον ακούσουν και να τον συμβουλευθούν. Παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στον μισθαποδότη Θεό σε ηλικία 105 ετών.
Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Τόν ζηλωτήν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καί τήν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου· διό πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν
Τούς βιωτικούς θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς τόν βίον ἐξετέλεσας, τόν Βαπτιστήν μιμούμενος, κατά πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σύν αὐτῷ οὖν σέ γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.
|
24 ***
ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ :
Βιογραφία
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 μ.Χ. από φτωχούς αλλά ενάρετους γονείς, γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα για ανώτερες σπουδές. Όμως ο πανάγαθος Θεός τον προίκισε με πλούσια πνευματικά προσόντα. Λαμβάνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση και στη συνέχεια μελετά μόνος του για να φθάσει σε υψηλότατα επίπεδα γνώσης και σοφίας.
Από πολύ νέος έδειξε την κλίση του προς την Εκκλησία. 25 ετών χειροτονείται διάκονος από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολουθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ., στη Νίκαια της Βιθυνίας. Αναδεικνύεται πρωτεργάτης στην καταδίκη της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου.
Το 328 μ.Χ. και σε ηλικία 33 ετών εκλέγεται πανηγυρικά πατριάρχης Αλεξανδρείας. Από τη θέση αυτή αντιμετωπίζει ένα φοβερό πόλεμο εκ μέρους των αιρετικών οπαδών του Αρείου. Όμως ο άγιος, χάρη στην μεγάλη πνευματικότητά του και τη ζέουσα πίστη στο Θεό, κατορθώνει να βγει νικητής απ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες ακόμη και από τις πέντε εξορίες που του επιβλήθηκαν, καθώς ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Β΄ ήταν οπαδός του Αρειανισμού. Εκοιμήθη εν ειρήνη το 373 μ.Χ.
Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.Χ. από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ανεψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου ο Κύριλλος, έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.
Όταν έγινε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της υπεραγιάς Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.
Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444 μ.Χ., αφού πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».
Η Εκκλησία θέλησε να αδελφώσει την μνήμη των δύο Μεγάλων Πατέρων αυτής και Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, του Μεγάλου Αθανασίου, πρωταγωνιστή κατά του Αρειανισμού, και του Αγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστή κατά του Νεστοριανισμού και όρισε το συνεορτασμό τους στις 18 Ιανουαρίου.
Η Σύναξη των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.
Να σημειώσουμε τέλος, ότι ο Άγιος Κύριλλος, εορτάζεται και στις 9 Ιουνίου.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἒργοις λάμψαντες, Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τά πάντα πλουτίσαντες, τήν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε Χριστόν τόν Θεόν, δωρούμενον πᾶσι τό μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Στύλος γέγονας ὀρθοδοξίας, θείοις δόγμασιν ὑποστηρίζων, τὴν Ἐκκλησίαν Ἱεράρχα Ἀθανάσιε· τῷ γὰρ Πατρὶ τὸν Ὑιόν ὁμοούσιον, ἀνακηρύξας κατᾑσχυνας Ἄρείον· Πάτερ Ὅσιε, Χριστόν τὸν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν, τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱεράρχαι μέγιστοι τῆς εὐσεβείας, καί γενναῖοι πρόμαχοι, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πάντας φρουρεῖτε τούς ψάλλοντας· Σῶσον οἰκτίρμον, τούς πίστει τιμῶντάς σε.
|
25 ***
ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ :
Σύμφωνα μὲ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ Ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ ἔτος 370 καὶ ἔδρασε ἐπὶ βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ Β´ (μικροῦ). Ὄντας ἀνεψιὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου ὁ Κύριλλος, ἔλαβε μεγάλη θεολογικὴ μόρφωση, ὥστε ἔγινε κατόπιν διάδοχος τοῦ θείου του, στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο Ἀλεξανδρείας. Ὅταν συνεκλήθη ἡ Γ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 431 στὴν Ἔφεσο, ὁ Κύριλλος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς καὶ συνετέλεσε νὰ γκρεμιστοῦν οἱ κακοδοξίες τοῦ δυσσεβοῦς Νεστορίου, γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Μὲ πολλὰ πνευματικὰ κατορθώματα στὸ ἐνεργητικό του, ὁ Κύριλλος παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο τὸ ἔτος 444, ἀφοῦ πατριάρχευσε γιὰ 32 περίπου χρόνια. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ χαρακτήριζε ἰδιαιτέρως τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ἦταν ἡ ἀρετή του, ποὺ μᾶς θυμίζει τοὺς λόγους τοῦ σοφοῦ Παροιμιαστῆ, ὅτι ἡ «δικαιοσύνη ἀμώμους ὀρθοτομεῖ ὁδούς». Ἡ ἀρετή, δηλαδή, χαράσσει ἄψογο καὶ εὐθὺ τὸ δρόμο τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπειτα, «ὁ πεποιθὼς τὴν ἑαυτοῦ ὁσιότητι δίκαιος», ποὺ σημαίνει, ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, θὰ εἶναι δίκαιος καὶ εὐλογημένος μπροστὰ στὸ Θεό.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἑορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας δύο φορὲς τὸν χρόνο, μία κατὰ τὴν ἐνάτην Ἰουνίου, ἡμέρα μνήμης τῆς κοιμήσεώς του καὶ στὶς 18 Ἰανουαρίου, ἡμέρα ἀναμνήσεως τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπὸ Ἀλεξάνδρεια πρὸς τὴν Ἔφεσο γιὰ τὴν Τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Μάλιστα τότε, στὶς 18 Ἰανουαρίου, συνεορτάζεται ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας (κοίμησις καὶ ἀνακομιδὴ στὶς 2 Μαΐου), μία ἑορτὴ ποὺ ἴσως ὁρίσθηκε ὡς ἀντίστοιχη αὐτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Ἐνταῦθα παρατίθενται ἀπὸ τὸν χαλκέντερο κολλυβᾶ Πατέρα, τὸν Ὅσιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, σὲ ὑπέροχη γλωσσικὴ ἀπόδοση, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅπως ἐξεδόθη στὸ Νέον Ἐκλόγιον (1803), τὰ ὑπομνήματα Συναξαρίου ἀπὸ τὸν Συναξαριστή (1819), τὸν Νέον Συναξαριστήν (2005), ἕτερα συνοπτικὰ ἁγιολογικά.
Λόγῳ δὲ τῆς ἐκ Δύσεως προερχομένης πολεμικῆς, ἡ ὁποία ἀσκεῖται ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐντόνως καὶ ἐν Ἑλλάδι ἐναντίον τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, θεωρήθηκε ἀναγκαία καὶ χρήσιμη ἡ ἐπεξηγηματική, διευκρινιστικὴ καὶ ἀπολογητική, παράθεση ἱστορικῶν στοιχείων, ποὺ ἀφοροῦν στὰ γεγονότα ποὺ ὡδήγησαν στὸν τραγικὸ θάνατο τῆς φιλοσόφου Ὑπατίας, ἀλλὰ καὶ στὴν σαφῆ ἀπαλλακτικὴ ἀθωότητα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.
Ὁ μέγας ἀνάμεσα εἰς τοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος Κύριλλος, ἦτον κατὰ τὴν Πατρίδα Ἀλεξανδρεύς, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς, ἀνεψιὸς ἐξ ἀδελφῆς, Θεοφίλου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Ἀνατραφεὶς δὲ ἐλευθερίως, ἔγινε πολλὰ δόκιμος εἰς τὴν φιλοσοφίαν ὁμοῦ καὶ ἀρετήν· ἦτον ἐντελῶς γεγυμνασμένος εἰς τὰ Ἑλληνικά, καὶ Ῥωμαϊκὰ βιβλία, καὶ πεπαιδευμένος, τόσον εἰς ὅλην τὴν ἔξω σοφίαν, ὅσον καὶ τὴν ἔσω καὶ πνευματικήν· ἐσχόλαζε πάντοτε εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν. Ὅθεν καὶ ὁ θεῖος του Θεόφιλος, βλέπωντας εἰς αὐτὴν τοσαύτην μεγάλην σοφίαν καὶ ἀρετήν, τὸν συνηρίθμησεν εἰς τὸν Κλῆρον τῆς Ἐκκλησίας, χειροτονήσας αὐτὸν Ἀρχιδιάκονον. Καὶ λοιπόν, ἦτον τότε ὁ Ἅγιος πεφυτευμένος εἰς τὸ περιβόλι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν ἕνα εὐωδέστατον, καὶ ὡραιότατον κρίνον, τὸ ὁποῖον ἀνθοῦσε μέν, μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς, εὐωδίαζε δὲ ὅλον τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν, μὲ τὴν ὀσμὴν τῆς θείας σοφίας του.
Ἀφοῦ δὲ ἀπέθανεν ὁ Θεόφιλος, ὅλοι κοινῶς κληρικοί τε καὶ λαϊκοὶ ἐψήφισαν διὰ Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας τὸν θεῖον Κύριλλον· ὁ ὁποῖος, εὐθὺς ὁποῦ ἐκάθισεν εἰς τὸν θρόνον, ἐδίωξεν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν τοὺς αἱρετικοὺς ὁμοῦ καὶ χρισματικούς, τοὺς ὀνομαζομένους Ναυατιανούς· οἱ δὲ Ναυατιανοὶ οὗτοι, παρομοιάζοντες μὲ τοὺς Φαρισσαίους, ὠνόμαζαν τὸν ἑαυτόν τους καθαροὺς καὶ δικαίους· ἐφόρουν ἄσπρα φορέματα, τάχα διὰ νὰ δείξουν τὴν καθαρότητα τῆς πολιτείας τους· ἐδογμάτιζαν, πώς, ὅποιος μετὰ τὸ βάπτισμα πέσῃ εἰς θανάσιμον ἁμαρτίαν, οὗτος δὲν πρέπει νὰ δέχεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔλεγον πώς, ἀλλεοτρόπως δὲν συγχωρεῖται ἡ θανάσιμος ἁμαρτία, ἀνίσως δὲν μεταβαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος· δὲν ἐσυγχώρουν τὸν δεύτερον γάμον, ὀνομάζοντες αὐτὸν μοιχείαν· ἐβάπτιζον δεύτερον, τοὺς καλῶς καὶ ὀρθοδόξως βεβαπτισμένους· καὶ ἄλλα ἀκόμη αἱρετικὰ φρονήματα εἶχον οἱ τοιοῦτοι· ὠνομάσθησαν δὲ Ναυατιανοὶ ἀπὸ κάποιον Ναυάτον, ἀρχηγὸν τοῦ σχίσματος τούτου, ὁ ὁποῖος ἱερεὺς ὤντας εἰς τὴν Ῥώμην, ἐπὶ Δεκίου τοῦ Βασιλέως, καὶ ἀγαπώντας νὰ γίνῃ Πάπας· ἐπειδὴ ὅμως, μετὰ θάνατον τοῦ διὰ Χριστὸν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου, δὲν ἔγινε Πάπας, καθὼς ἐπεθύμει καὶ ἤλπιζεν, ἀλλ᾿ ἔγινεν ὁ Μακάριος Κορνήλιος, διὰ ταύτην τὴν ἀφορμὴν ἐσχίσθη κατὰ πάντα, καὶ ὅλης τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας· διότι ὁ μὲν θεῖος Κορνήλιος ἐδέχετο πάλιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους ὁποῦ, διὰ φόβον τῶν βασάνων, ἀρνήθησαν πρότερον τὸν Χριστόν, εἰς τὸν καιρὸν τοῦ διώκτου Δεκίου, ὕστερον δὲ μετανοοῦντες, ἐπέστρεφον εἰς τὴν πίστιν τοῦ Χριστοὺ μετὰ δακρύων· καθὼς κι ὁ Χριστὸς ἐδέχθη τὸν Ἀπόστολον Πέτρον ὁποῦ τὸν ἀρνήθη πρότερον, ὕστερον δὲ μετὰ δακρύων ἐμετανόησεν. Ὁ δὲ σχισματικὸς καὶ ὑπερήφανος Ναυάτος, ὄχι μόνον δὲν ἐδέχετο εἰς τὴν μετάνοιαν τοὺς τοιούτους ἀρνησιχρίστους, ἀλλὰ καὶ τὸν Πάπαν Κορνήλιον ἐκατηγόρει, ὀνομάζωντάς τον κοινωνὸν καὶ σύντροφον τῶν εἰδωλολατρῶν· καὶ οὕτω χωρισθεὶς ἀπὸ αὐτόν, καὶ ἄλλους ὁμόφρονας ἀποκτώντας, ἔγινεν ὡσὰν ἕνας ἄλλος Πάπας εἰς τὴν Ῥώμην· καὶ ἐκεῖθεν ἐξαπλώθη ἡ αἵρεσις αὕτη, καὶ τὸ σχίσμα, ἕως καὶ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν.
Τοὺς τοιούτους λοιπὸν σχισματοαιρετικοὺς ἀπεδίωξεν ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὡς εἴπομεν, εὐθὺς ὁποῦ ἔγινε Πατριάρχης, ὁμοῦ μὲ τὸν Ἐπίσκοπόν τους Θεόπεμπτον· ἔπειτα ἀρματώθη, διὰ νὰ διώξῃ ἀπὸ τὴν ἐκεῖ κατοικίαν τους καὶ τοὺς δαίμονας. Διότι κοντὰ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἕως δώδεκα σατάδια, εὑρίσκεται ἕνας τόπος ὀνομαζόμενος Κάνωβος, καὶ πλησίον ἐκείνου, εἶναι ἄλλος τόπος Μανοῦθιν, εἰς τὸν ὁποῖον ἦτον βωμὸς παλαιός, κατοικητήριον τῶν Δαιμόνων. Ὅθεν ὅλος ὁ τόπος ἐκεῖνος ἦταν πολλὰ φοβερός, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐκεῖ κατοικούντων ἀκαθάρτων πνευμάτων. Διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἔζη ὁ Πατριάρχης Θεόφιλος, πολλάκις ἠθέλησε νὰ καθαρίσῃ τὸν τόπον ἐκεῖνον ἀπὸ τοὺς Δαίμονας, καὶ νὰ τὸν κάμῃ κατοικητήριον Ἅγιον, εἰς τὸ νὰ δοξολογῆται ὁ Θεός· ἀλλ᾿ ὅμως δὲν ἠδυνήθη, ἕνα μέν, διὰ τὶ εὕρισκε πολλὰ ἐμπόδια· καὶ τὸ ἄλλο δέ, διὰ τὶ τοῦ ἠκολούθησε κατόπιν ὁ θάνατος.
Ὁ δὲ τοῦ Θεοφίλου διάδοχος, τρισμακάριστος Κύριλλος, ἐφρόντισε περὶ τούτου, καὶ προθύμως ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, νὰ τοῦ δώσῃ θείαν βοήθειαν καὶ δύναμιν, διὰ νὰ διώξῃ ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ὅθεν φαίνεται κατ᾿ ὄναρ εἰς αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, καὶ τοῦ λέγει, ὅτι, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τὰ τίμια λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, Κύρου, καὶ Ἰωάννου, καὶ ἔτζι θέλει ἀναχωρήσει ἀπὸ ἐκεῖ ἡ δύναμις τῶν Δαιμόνων. Ὁ δὲν Ἅγιος χωρὶς ἀργοπορίαν ἔκαμε τὸ πρόσταγμα τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐθὺς ὁποῦ ἔφερον εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, καὶ ἔκτισεν ἐκεῖ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομά τους· ὢ τοῦ θαύματος! εὐθὺς ἐδιώχθησαν ἀπὸ ἐκεῖ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, καὶ ἔγινεν ὁ τόπος ἐκεῖνος πηγὴ ἀναβλύζουσα ἰάματα, ἐκ τῆς χάριτος τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.
Ἀφ᾿ οὗ δὲ ὁ Ἅγιος ἐδίωξεν ἀπὸ τὸν τόπον τῆς Ἀλεξανδρείας τοὺς ἀοράτους καὶ νοητοὺς Δαίμονας, ἔλαβε τὴν φροντίδα νὰ διώξῃ καὶ τοὺς ὁρατοὺς καὶ αἰσθητοὺς Δαίμονας, οἵτινες ἦσαν οἱ μισόχριστοι Ἑβραῖοι· οἱ ὁποῖοι ἑκατοίκουν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἔκπαλαι, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐκτίσθη ἡ πόλις αὕτη ἀπὸ τὸν μέγαν Ἀλέξανδρον, καὶ μὲ τὴν πολυκαιρίαν ἔγιναν πλῆθος πολύ, καὶ δὲν ἔπαυον, κατὰ τὴν συνήθειαν ὁποῦ ἔχει τὸ φιλοτάραχον γένος τοῦτο, νὰ ἐπιβουλεύωνται κρυφὰ καὶ φανερὰ τοὺς Χριστιανούς, διὰ τὸ ἄσπονδον μῖσος ὁποῦ ἔχουν κατὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν Χριστιανῶν, καὶ πολλὰς συγχύσεις καὶ ταραχάς, ἀλλὰ καὶ αἱματοχυσίας, καὶ φονικὰ ἐπροξένουν οἱ μιαροί. Προσκαλεσάμενος λοιπὸν ὁ Ἅγιος τοὺς πρώτους τῆς συναγωγῆς τους, τοὺς ἐσυμβούλευσε νὰ ἐμποδίσουν τὸ ἔθνος τους ἀπὸ τὰς μιαρὰς αὐτὰς πράξεις, καὶ νὰ τὸ σωφρονίσουν· ἐκεῖνοι δὲ οἱ κατάρατοι, ὄχι μόνον δὲν ἐσωφρονίσθησαν, ἀλλὰ καὶ χειρότεροι ἔγιναν· καὶ ἀκούσατε.
Ναὸς ἦτον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν παμμεγέθης καὶ ὡραιότατος· ὁ ὁποῖος, διὰ τὶ ἐκτίσθη ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Ἀλέξανδρον, ὠνομάζετο Ναὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου· οἱ ἀλητήριοι λοιπὸν Ἑβραῖοι θέλοντες νὰ κακοποιήσουν τοὺς Χριστιανούς, ἀρματώθησαν ὅλοι, καὶ μίαν νύκτα κάμνουν ἀλαλαγμόν, τρέχοντες μέσα εἰς τοὺς δρόμους, καὶ φωνάζοντες κάτωθεν ἀπὸ τὰ ὁσπήτια τῶν Χριστιανῶν· καίεται ὁ Ναὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου. Οἱ δὲν Χριστιανοὶ ἀκούσαντες, ἔδραμον παρευθὺς μὲ σπουδὴν διὰ νὰ σβήσουν τὴν πυρκαϊάν. Ὅθεν οἱ Ἑβραῖοι τρέχοντες κατ᾿ ἐπάνω τῶν Χριστιανῶν, ἄλλον ἔκοπταν μὲ σπαθί· ἄλλον ἔσφαζαν μὲ μαχαῖρι· ἄλλον ἐφόνευαν μὲ κοντάρι· καὶ ἄλλον μὲ ὅ,τι ἄρμα εἶχεν ὁ καθ᾿ ἕνας ἐθανάτωναν· ὥστε ὁποῦ, ἐν ἐκείνῃ τὴ νυκτὶ ἐφονεύθη πολὺ πλῆθος Χριστιανῶν.
Τὸ πρωὶ μανθάνωντας τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὑπερβολικὰ ἐλυπήθη, καὶ ἐζήτησε κρίσιν κατὰ τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὸν ἔπαρχον τῆς Πόλεως Ὀρέστην ὀνομαζόμενον· ἀλλὰ ὁ Ἔπαρχος, ἀγκαλὰ καὶ ἦτον Χριστιανός, μὲ τὸ νὰ εἶχεν ὅμως κάποιαν ἔχθραν κατὰ τοῦ Ἁγίου, ἐβοήθει εἰς τοὺς Ἑβραίους, καὶ ἐδιαφένδευε τοὺς φονεῖς. Ὁ δὲ θεῖος Κύριλλος, ζήλου θείου πλησθεῖς, πέρνωντας μαζί του πλῆθος Χριστιανῶν, ἐπῆγεν ὁ ἴδιος, καὶ τοὺς μὲν Ἑβραίους, ἐδίωξεν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὰς δὲ κατοικίας τους ἐκρήμνισε, καὶ τὴν συναγωγήν τους κατέπαυσε. Τοῦτο δὲ μαθὼν ὁ Ἔπαρχος, ἐπλήσθη θυμοῦ κατὰ τοῦ Πατριάρχου, καὶ ἄρχισε νὰ κακοποιῇ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους τοῦ Ἁγίου, ὥστε ὁποῦ καὶ τὸν γραμματικὸν Ἱέρακα, ἄνδρα ὀνομαστὸν ἐξεγύμνωσεν εἰς τὸ θέατρον.
Καὶ ἀπὸ τότε εὑρίσκετο ἀναμεταξὺ τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ Ἐπάρχου, μεγάλη διχόνοια καὶ ἀσυμφωνία· διὰ τὶ ὁ μὲν Ἅγιος ἐδιαφένδευε τοὺς Χριστιανούς, ὁ δὲ Ἔπαρχος, τοὺς Ἑβραίους. Ὅθεν καὶ οἱ δύο ἔγραψαν ὁ καθ᾿ εἷς χωριστὰ εἰς τὸν Βασιλέα Νέον Θεοδόσιον, περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης καὶ ἐπρόσμεναν, ποία προσταγὴ μέλλει ἐκεῖθεν νὰ ἔλθῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ τούτω, ἠκολούθησε καὶ ἄλλη μία περίστασις εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἥτις ἔγινεν αἰτία φόνων, καὶ μεγάλης συγχύσεως· ἔστι δε αὕτη.
Εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας ἦτον μία παρθένος φιλόσοφος, ὀνομαζομένη Ὑπατία, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, θυγάτηρ Θεωνᾶ τοῦ Φιλοσόφου· ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδασκομένη τὴν Φιλοσοφίαν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, τοσοῦτον ἐπρόκοψεν, εἰς τρόπον, ὅτι ὑπερέβαινεν εἰς τὴν σοφίαν ὅλους τοὺς φιλοσόφους τοῦ τότε καιροῦ· καθὼς δὲ αὕτη γράφει καὶ ὁ σοφὸς Συνέσιος ὁ τῆς Κυρήνης Ἐπίσκοπος, καὶ μὲ ἐγκώμια τὴν ἐπαινεῖ. Αὕτη ἐφύλαττε καθαρὰν παρθενίαν, καὶ νὰ ὑπαντρευθῇ δὲν ἠθέλησε, κυρίως μὲν καὶ ἑξαιρέτως διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀκολούθως δέ, καὶ διὰ νὰ ἠμπορῇ ἀταράχως νὰ καταγίνεται εἰς τὰ βιβλία τῆς φιλοσοφίας. Ὅθεν οἱ μὲν σπουδαῖοι ἄνδρες, ἔτρεχαν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀπὸ κάθε μέρος, διὰ νὰ ἰδοῦν, καὶ νὰ ἀκούσουν τὴν σοφίαν τῆς Φιλοσόφου ταύτης Ὑπατίας. Οἱ δὲ κληρικοί, καὶ ἄρχοντες, καὶ πᾶς ὁ λαός, ἐτίμουν αὐτήν, καὶ ἤκουον μὲ ἀγάπην τὰς ψυχοφελεῖς αὐτῆς συμβουλὰς καὶ νουθεσίας. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Φιλόσοφος καὶ παρθένος, ἀγαπῶσα νὰ εἰρηνεύσῃ πρὸς ἀλλήλους τὸν Πατριάρχην καὶ τὸν Ἔπαρχον, ἐπήγαινε μὲ πολλὴν πραότητα καὶ ταπείνωσιν, πότε εἰς τὸν ἕνα, καὶ πότε εἰς τὸν ἄλλον, καὶ μὲ τὰ σοφὰ καὶ φρονιμώτατα λόγιά της, ἐκατάπεισε καὶ τοὺς δύο νὰ εἰρηνεύσουν. Ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης, καὶ πρὸ τούτου ἀκόμη ἐζήτει νὰ εἰρηνεύσῃ μετὰ τοῦ Ἐπάρχου, ἀλλὰ ἐκεῖνος κακότροπος καὶ μνησίκακος ὤν, οὔτε καὶ ἀκούσῃ ἤθελε διὰ τὴν εἰρήνην.
Τούτων οὕτως ἐχόντων, μίαν τῶν ἡμερῶν, ὅταν ἐγύριζεν ἡ φιλόσοφος αὕτη μὲ τὴν καρέταν της εἰς τὸν οἶκον της· τινὲς στασιώδεις, καὶ μισοῦντες τὴν εἰρήνην τοῦ Ἐπάρχου, καὶ τοῦ Πατριάρχου, ὥρμησαν ἔξαφνα καταπάνω της, καὶ σύροντες αὐτὴν βιαίως ἔξω ἀπὸ τὴν καρέταν της, καὶ σχίσαντες τὰ ἐνδύματά της, τόσον ἐκτύπησαν αὐτὴν ἀνελεήμονα, ὥστε ὁποῦ τὴν ἐθανάτωσαν· καὶ δὲν ἐχόρτασεν οὔτε ἕως τούτου ἡ κακία τους· ἀλλά, ὢ τῆς ἀπανθρωπίας, καὶ θηριώδους αὐτῶν ἀσπλαγχνίας! καὶ εἰς τὸ νεκρὸν σῶμα τῆς Παρθένου ὁρμήσαντες, κατέκοψαν αὐτὸ εἰς κομμάτια, καὶ ἐν τόπῳ καλουμένῳ Κηνάρῳ, τὰ κομμάτια τούτου κατέκαυσαν.
Ταύτην τὴν ἐλεεινὴν τραγῳδίαν καὶ συμφορὰν μαθόντες ὅλοι οἱ Ἀλεξανδρινοί, ἐλυπήθησαν εἰς τὸ ἄκρον, καὶ μάλιστα οἱ σπουδαῖοι καὶ σοφοί· ἔμαθον δὲ πρὸς τούτοις τὴν ταραχὴν ταύτην καὶ οἱ ἐν τῷ Ὄρει τῆς Νητρίας κατοικοῦντες Μοναχοί, καὶ πλησθέντες ζήλου, ἐσυνάχθησαν ἕως πεντακόσιοι· καὶ δὴ κατελθόντες εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, πρὸς βοήθειαν καὶ διαφένδευσιν τοῦ Πατριάρχου, εὑρίσκουσι κατὰ τύψην εἰς τὸν δρόμον τὸν Ἔπαρχον καθήμενον εἰς καρέταν, καὶ παρευθὺς ἄρχισαν νὰ φωνάζουν, ὑβρίζοντες αὐτόν, καὶ ὀνομάζοντές τον Ἕλληνα καὶ εἰδωλολάτρην· (ἐπειδὴ ὄντας πρότερον Ἕλληνας, εἶχε λάβη πρὸ ὀλίγου τὸ Βάπτισμα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν). Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς ὁ πλέον θυμώδης, ἔῤῥιψε πέτραν κατὰ τοῦ Ἐπάρχου, καὶ τὸν ἐβάρεσεν εἰς τὴν κεφαλήν. Συναχθέντες πλῆθος λαοῦ, ἐχώρισαν τοὺς Μοναχοὺς ἀπὸ τὸν Ἔπαρχον· ἀλλ᾿ οἱ ὑπηρέται τοῦ Ἐπάρχου ἐπίασαν ἕνα Μοναχὸν ὀνόματι Ἀμμώνιον, καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν ἔπαρχον, ὁ ὁποῖος ὑποπτευόμενος, πὼς ὁ Ἅγιος ἐκίνησε τοὺς Μοναχοὺς κατ᾿ αὐτοῦ, ἄναψεν ἀπὸ τὸν θυμόν, καὶ τόσον σκληρὰ ἐβασάνισε τὸν Ἀμμώνιον ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, ἕως ὁποῦ τὸν ἐθανάτωσεν. Ὅπερ μανθάνωντας ὁ Ἅγιος ἐλυπήθη, καὶ ἀποστείλας, ἔλαβε τὸ σῶμα τοῦ Μοναχοῦ, καὶ τὸ ἐνταφίασε μὲ τιμήν.
Τὰ συμβεβηκότα ταῦτα ἔδωκαν θάῤῥος εἰς τοὺς Ἑβραίους, ὁποῦ εἶχε διώξη ἀπὸ τὴ Ἀλεξάνδρειαν ὁ Ἅγιος, ὡς εἴπομεν· καὶ πρῶτον μὲν αὐτοὶ ἐσύστησαν ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκοντο νέαν Συναγωγήν. Ἔπειτα οἱ Χριστοκτόνοι καὶ θεοκτόνοι, ἀπετόλμησαν νὰ κάμουν καὶ τοῦτο τὸ ἀνομώτατον ἔργον, πρὸς ὕβριν καὶ καταισχύνην τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῶν Χριστιανῶν. Διότι, κάμνοντες ἕνα μακρὺν σταυρόν, ἐπίασαν ἕνα παιδίον Χριστιανοῦ τινός, καὶ γυμνώσαντες αὐτό, τὸ ἐσταύρωσαν εἰς τὸν σταυρόν, ὄχι μὲ καρφία, ἀλλὰ μὲ λεπτὲς βέργες· εἶτα ἀφ᾿ οὗ τὸ κατεγέλασαν πολλά, τὸ ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ τὸ ἐπερίπαιξαν, παρομοίως μὲ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔκαμαν οἱ πατέρες τους εἰς τὸν Κύριον· τέλος πάντων, τόσον πολλὰ τὸ ἔδειραν, ἕως ὁποῦ τὸ ἐθανάτωσαν· καὶ οὕτω τὸ εὐλογημένον ἐκεῖνο παιδίον, ἔγινε κοινωνὸς καὶ μιμητὴς τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου. Ταῦτα πάντα μανθάνωντας, τὰ ἀνέφερεν ὁ θεῖος Κύριλλος εἰς τὸν Βασιλέα, ὁ ὁποῖος, ἀγκαλὰ καὶ μὲ ἀργοπορίαν, ἔκρινεν ὅμως ἐν δικαιοσύνῃ· καὶ τοὺς μὲν ἀρχηγοὺς τῶν Ἑβραίων ἐπρόσταξε καὶ ἐτιμώρησεν πολλά, τὸν δὲ Ἔπαρχον Ὀρέστην ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του. Ὅθεν ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὰς ἀνωτέρω ταραχάς, καὶ τὰ σκάνδαλα ταῦτα ὁ Ἅγιος, ἐποίμαινε τὸ λογικόν του ποίμνιον ἐπιμελῶς καὶ θεαρέστως, ὡς ποιμὴν ἀληθινός, ἀπολαμβάνοντας εἰρήνην μέχρι τινός.
Ἀλλ᾿ ὁ ἐχθρὸς τῆς εἰρήνης, καὶ ἀληθείας, καὶ ὅλων ὁμοῦ τῶν καλῶν διάβολος, δὲν ἄφησε νὰ χαίρεται τὴν εἰρήνην ταύτην ὁ Ἅγιος, καὶ οἱ λοιποὶ Χριστιανοί, εἰς πολὺν καιρόν. Ἀλλὰ ἐκίνησε πόλεμον μέγαν καὶ ταραχὴν εἰς ὅλην τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἁγίαν Ἐκκλησίαν, μὲ τὴν βλάσφημον αἵρεσιν τοῦ δυσσεβοῦς Νεστορίου, κατὰ τῆς ὁποίας ἔπρεπε νὰ ἀγωνισθῇ ὁ τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος θεῖος Κύριλλος· διότι ὁ δυσσεβὴς οὗτος Νεστόριος, ἀφ᾿ οὗ ἐφέρθη ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ ἔγινε Πατριάρχης μετὰ τὸν Σισίννιον, εἰς μὲν τὴν ἀρχὴν τῆς Πατριαρχείας του, ἐφαίνετο κατὰ τὰ ἔξω εὐσεβὴς εἰς τὴν πίστιν, καὶ κανένα ἐναντίον κατὰ τῆς εὐσεβείας δὲν ἔλεγεν· ἀγκαλὰ καὶ κατὰ τὴν καρδίαν ἦτον αἱρετικὸς ὁ ταλαίπωρος, ὀνομάζοντας, τὸν μὲν Δεσπότην Χριστόν, ἄνθρωπον μόνον ψιλόν, καὶ ὄχι Θεόν· τὴν δὲ Κυρίαν Θεοτόκον ὀνομάζοντας ὄχι Θεοτόκον, ἀλλὰ Χριστοτόκον. Οἱ δὲ ὁμόφρονες τοῦ Νεστορίου, ὁ Ἐπίσκοπος Δωρόθεος λέγω ὁ συγκάτοικός του, καὶ ὁ πρεσβύτερος Ἀναστάσιος, αὐτοὶ πρῶτοι ἄρχισαν νὰ σπείρουν τὴν αἵρεσιν ταύτην, ὡσὰν ζιζάνιον ἀνάμεσα εἰς τὸν σῖτον. Διότι, ὁ μὲν Δωρόθεος ἐν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκοντας τὸν λαὸν εἰς μίαν ἑορτήν, ἐξεφώνησε τοῦτον τὸν βλάσφημον λόγον, καὶ εἶπεν· «Ὅποιος ὀνομάσῃ τὴν Μαρίαν, Θεοτόκον, νὰ εἶναι ἀνάθεμα». Ὁ δὲ Ἀναστάσιος πάλιν, κηρύττοντας εἰς τὸν λαὸν εἶπεν· «Ἂς μὴν ὀνομάσῃ τινὰς Θεοτόκον τὴν Μαρίαν· διότι ἡ Μαρία ἦτον ἄνθρωπος γένους θηλυκοῦ· ἀπὸ ἀνθρώπου δὲ κορμί, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ Θεός;» Ταῦτα τὰ βλάσφημα λόγια ὡς ἤκουσεν ὁ λαός, ἄρχισαν νὰ ταράττωνται, καὶ διὰ νὰ πληροφορηθοῦν περισσότερον, ἠρώτησαν καὶ τὸν Πατριάρχην Νεστόριον περὶ τούτων.
Τότε ἐκεῖνος ὁ μιαρὸς καὶ Ἰουδαιόφρων, δὲν ἠδυνήθη πλέον νὰ κρύπτῃ εἰς τὴν καρδίαν του τὸ φαρμάκι τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ φανερὰ ἐξέρασε τὰς βλασφημίας ταύταας κατὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς Θεοτόκου λέγοντας· «ἐγὼ δὲν θέλω ὀνομάσω Θεόν, ἐκεῖνον ὁποῦ ἐσυλλήφθη εἰς τὴν κοιλίαν γυναικός, καὶ ἐπρόσμεινεν ἀριθμὸν ἡμερῶν καὶ μηνῶν, ἕως οὗ νὰ γεννηθῇ· οὔτε Θεοτόκον θέλω ὀνομάσω γυναῖκα, ὁποῦ ἐγέννησεν ἄνθρωπον μὲ σάρκα ἐκ τῆς ἰδίας της φύσεως».
Ἀπὸ τότε λοιπὸν καὶ ὕστερα, ἄρχισαν νὰ γίνωνται φιλονικίες περὶ τούτου ἀνάμεσα εἰς τὸν λαόν, καὶ διαιρέσεις· ὅτι, ἄλλοι μὲν ἐναντιώνοντο εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Νεστορίου, καὶ τὸν ἀπεστρέφοντο· ἄλλοι δὲ ἐσυγκοινώνουν μὲ αὐτόν, καὶ ἐδέχοντο τὴν δυσσέβειάν του. Οὐ μόνον δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐγίνοντο αὐταῖς ᾑ διαίρεσες, ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλην σχεδὸν τὴν Οἰκουμένην, καὶ εἰς κάθε τάγμα τῶν Ὀρθοδόξων· ἐπειδὴ ὁ ἀνθρωπολάτρης Νεστόριος ὁμοῦ μὲ τοὺς ἀκολούθους του, ἔγραψεν εἰς βιβλία τὴν αἵρεσίν του, καὶ τὰ διέσπειρε πανταχοῦ, ἕως καὶ εἰς αὐτὰς τὰς ἐρήμους, ὅπου ἑκατοίκουν Μοναχοί· καὶ τόσους πολλοὺς ἐτράβιξεν ὁ τρισκατάρατος εἰς τὴν πλάνην ταύτην, κληρικούς, Μοναχοὺς τέ, καὶ λαϊκούς, ὥστε ὁποῦ, καθὼς πρότερον ὁ Ἄρειος ἔσχισε τὸν ἄνωθεν ὑφαντὸν χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ· ἔτζι καὶ ὁ Νεστόριος ἔσχισεν ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας εἰς πολλὰ μέρη.
Ταῦτα πάντα μαθῶν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὑπερβολικὰ ἐλυπήθη. Καὶ καθ᾿ ὃ μὲν δοῦλος πιστὸς τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς Θεοτόκου, ἀρματώθη διὰ νὰ πολεμήσῃ ὑπὲρ τῆς τιμῆς αὐτῶν· καθ᾿ ὃ δὲ ποιμὴν ἀληθινός, ἑτοιμάσθη διὰ νὰ ἀποδιώξῃ τὸν νοητὸν λύκον ἀπὸ τὴν μάνδραν τῶν λογικῶν προβάτων. Καὶ πρῶτον μὲν ἔγραψε γράμματα πρὸς τὸν Νεστόριον συμβουλευτικά, μὲ τὰ ὁποῖα, ἐν ἀγάπῃ ἀδελφικῇ, τὸν ἐσυμβούλευε νὰ παραιτήσῃ τὰ τοιαῦτα αἱρετικὰ φρονήματα, καὶ μὲ τὴν μεταβολήν του εἰς τὴν εὐσέβειαν. νὰ διορθώσῃ ἐκείνους ὁποῦ πρότερον ἐτράβηξεν εἰς τὴν δυσέβειαν. Ὁ δὲ δυσσεβὴς Νεστόριος λαμβάνοντας τὰ γράμματα τοῦ Ἁγίου, ὄχι μόνον δὲν ἐδιωρθώθη, ἀλλὰ καὶ χειρότερος ἔγινε, καὶ ἐσπούδαζε νὰ ἐξαπλώσῃ πλατύτερα τὴν αἵρεσίν του· καὶ τοὺς μὲν ἐναντιωμένους εἰς τὴν πάνην τοῦ Κληρικούς τε καὶ Μοναχούς, ἐβασάνιζε διαφόρως· κατὰ δὲ τοῦ θείου Κυρίλλου, ἐθυμώνετο μὲ μεγάλην ὑπερηφάνιαν· ὠνόμαζεν αὐτὸν αἱρετικόν, καὶ πολλὰς ψευδεῖς καὶ ἀδίκους συκοφαντίας ἔλεγε κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ τὰς διέσπειρεν εἰς τὸν λαόν.
Ὅθεν ὁ Ἅγιος Κύριλλος βλέποντας ἀδιόρθωτον τὸν Νεστόριον, ἔγραψε πρὸς αὐτὸν αὐστηρῶς, στηλιτεύοντας τὴν αἵρεσίν του· ἔγραψε δὲ καὶ εἰς τὸν κλῆρον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ εἰς τὸ Παλάτιον τοῦ Βασιλέως· ἔπειτα ἔγραψε καὶ εἰς τὸν Πάπαν Κελεστίνον, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Πατριάρχας· ὁμοίως ἔγραψε καὶ εἰς διαφόρους πόλεις καὶ χώρας πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους, καὶ ἡγεμόνας, καὶ ἄρχοντας· ἀλλὰ καὶ εἰς πολλοὺς Ἐρημίτας καὶ Μοναχοὺς δὲν ἀμέλησε νὰ γράψῃ ὁ τριμακάριστος, ἀποδείχνοντας ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς, πόσον ὀλεθρία καὶ ψυχοβλαβὴς εἶναι ἡ πλάνη τοῦ Νεστορίου, καὶ παρακινώντας ὅλους ἁπλῶς, νὰ φυλάττωνται ἀπὸ τὴν αἵρεσιν ταύτην, ὡσὰν ἀπὸ φαρμάκι θανατηφόρον. Τέλος πάντων, ἐπειδὴ ἡ αἵρεσις τοῦ Νεστορίου καθ᾿ ἡμέραν ηὔξανε, καὶ εἰς τὸ χεῖρον ἐπρόκοπτε, τὰ σχίσματα ἐγίνοντο τῆς Ἐκκλησίας μεγαλλίτερα, καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους διεφθάρθησαν ἀπὸ τὴν λύμην τῆς αἱρέσεως. Διὰ τοῦτο ὁ εὐσεβέστατος Βασιλεὺς Θεοδόσιος ὁ νέος, θέλοντας νὰ διορθώσῃ ταῦτα τὰ σκάνδαλα, καὶ νὰ καθαρίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν σῖτον τῆς Πίστεως, ἀπὸ τὰς ἀκάνθας καὶ τὰ ζιζάνια τῆς πλάνης του Νεστορίου, προστάζει νὰ συναχθῇ εἰς τὴν Ἔφεσον Τρίτη Σύνοδος οἰκουμενικὴ ἐν ἔτει ͵υλα´ (431).
Ἐσυνάχθησαν λοιπὸν ἀπὸ ὅλην τὴν Οἰκουμένην Ἐπίσκοποι διακόσιοι καὶ ἐπέκεινα· καὶ ὅσοι δὲν ἐδύναντο νὰ ὑπάγουν μόνοι, διὰ τινὰ ἀναγκαῖα ἐμπόδια, οὗτοι ἔστειλαν τοποτηρητὰς ἐδικούς τους. Ὅθεν καὶ ὁ τότε Πάπας Κελεστίνος, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐδύναντο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἔφεσον, διὰ τὸ γῆρας, καὶ τὴν ἀσθένειαν, ἔγραψεν εἰς τὸν Ἅγιον Κύριλλον νὰ κρατήσῃ τὸν τόπον του εἰς τὴν Σύνοδον. Ὅθεν ἡγεμόνες τῆς Συνόδου ταύτης ἦσαν, Πρῶτος ὁ Ἅγιος Κύριλλος, καὶ ὡς τοποτηρητὴς τοῦ Πάπα, καὶ ὡς Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας. Δεύτερος, ὁ Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος καὶ Τρίτος Μέμνων ὁ Ἐφέσου. Πρωτοκάθεδρος λοιπὸν εὐρισκόμενος εἰς τὴν οἰκουμενικὴν ταύτην Σύνοδον ὁ Μακάριος Κύριλλος, ἐκήρυξεν ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας, καὶ ἐδογμάτισεν ὅτι, ὁ μὲν Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι εἷς κατὰ τὴν ὑπόστασιν, τέλειος Θεὸς ὁ αὐτός, καὶ τέλειονς ἄνθρωπος ὁ αὐτός· καὶ οὐχὶ ἄλλος καὶ ἄλλος· ἡ δὲ πανάχραντος Παρθένος, ἡ κατὰ σάρκα τοῦτον γενήσασα, εἶναι κυρίως καὶ ἀληθῶς Θεοτόκος. Ὅθεν ἔγινε μεγάλη χαρὰ εἰς ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς πόλεως Ἐφέσου, πανηγυρικῶς ἐκρότησαν, καὶ ἔλεγαν ὁμοφώνως· οὐχὶ μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων, καθὼς ἔλεγαν παλαιά· ἀλλὰ μεγάλη ἡ πανάχραντος Παρθένος Μαρία ἡ Θεοτόκος.
Τὸν δὲ μιαρὸν Νεστόριον, ὡς αἱρετικὸν καὶ βλάσφημον, ἀνεθεμάτισαν καὶ ἐκάθηραν οἱ πατέρες τῆς Συνόδου ταύτης. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ αὐτὸς δὲν ἡσύχαζεν, ἀλλὰ ἐκήρυττε πάλιν τὴν αἵρεσίν του, συνήργησαν, καὶ ἐξωρίσθη πρῶτον εἰς τὴν Θάσον, κατὰ τὸν Θεοφάνην· ἔπειτα εἰς τὴν Ὄασιν τῆς Ἀραβίας, τὴν λεγομένην τουρκιστὶ Ἴπριμ· ἐκεῖ δὲ εὑρισκόμενος ὁ ἀλιτήριος, ἔλαβε τὰς θεϊκὰς ἀγανακτήσεις· διότι ἐσάπισε καὶ ἐφαγώθη ἀπὸ σκώληκας ἡ βλάσφημος γλῶσσά του, κατὰ τὸν Εὐάγριον· ὁμοίως ἐσάπισε καὶ ὅλον τὸ σῶμα του, κατὰ τὸν Κεδρηνὸν καὶ τὸν Νικηφόρον. Ἐν δὲ τὴ ἄνω Θηβαΐδι, φοβερὸν καὶ ἐπώδυνον θάνατον ὁ ἄθλιος ἐδοκίμασε, παρόμοιον τοῦ Ἀρείου· ἐπειδὴ πηγαίνοντας εἰς τὸ ἀναγκαῖον, ἄρχισε νὰ βλασφημῇ κατὰ τοῦ Χριστοῦ, καὶ τῆς Θεοτόκου· διὰ τοῦτο Ἄγγελος Κυρίου ἐπάταξεν αὐτόν, καὶ ἐξεχύθησαν ὅλα του τὰ σπλάγχνα μέσα εἰς τὸ ἀγγεῖον τῆς ἀκαθαρσίας του, καὶ ἐκεῖ κακῶς ὁ κακὸς ἐξέψυξεν, ὡς διηγεῖται τοῦτο ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Γερμανός.
Τοιαύτας μὲν ἀτιμίας, καὶ τιμωρίας ἔλαβεν ὁ Ἰουδαιόφρων καὶ αἱρετικὸς Νεστόριος. Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος, ἔλαβε μεγάλας τιμὰς καὶ προνόμια ἀπὸ τὴν Ἁγίαν καὶ Οἰκουμενικὴν τρίτην Σύνοδος ταύτην. Διότι, καθὼς διηγεῖται ὁ ὑπεφυὴς Ἰωάννης ὁ Ζωναρᾶς εἰς τὸ θαυμαστὸν ἐγκώμιον, ὁποῦ πλέκει εἰς τοῦτον τὸν Ἅγιον Κύριλλον, ἐν χειρογράφοις σωζόμενον, οἱ Πατέρες τῆς τρίτης Συνόδου ἐχάρισαν εἰς τὸν θεῖον Κύριλλον τὰ προνόμια ταῦτα· δηλαδὴ τὸ νὰ ὀνομάζεται Κριτὴς τῆς Οἰκουμένης· καὶ τὸ νὰ φορῇ εἰς τὴν κεφαλήν, ὅταν λειτουργῇ, ἕνα ὀθόνιον λεπτόν, ὡσὰν μανδήλιον· δηλοῖ δέ, τὸ μὲν «Κριτὴς Οἰκουμένης» τὴν θαυμασίαν καὶ οἰκουμενικὴν Κρίνιν, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Ἅγιος ἑνώσας ὅλην τὴν οἰκουμένην διὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁποῦ ἦτον εἰς τόσα μέρη διηρημένη ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τοῦ Νεστορίου· τὸ δὲ λεπτὸν ὀθόνιον, δηλοῖ τὴν λεπτότητα τοῦ νοὸς καὶ τῶν φρενῶν τοῦ Ἁγίου, μὲ τὴν ὁποίαν ἐσύστησε καὶ ἐδογμάτισε τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν. Ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ὅρου τούτου, παριστάνεται ἐν ταυτῷ, καὶ τὸ ἓν πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ, καὶ αἱ δύο φύσεις αὐτοῦ. Ὠνομάσθη δὲ καὶ Πάπας ὁ θεῖος Κύριλλος, ἴσως διὰ τὶ εἶχε τὸν τόπον τοῦ Κελεστίνου Πάπα ἐν τῇ Τρίτῃ Συνόδω· καὶ ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὰ ἀνωτέρω προνόμια (1)· δι᾿ ὃ καὶ πάντες οἱ Πατριάρχαι Ἀλεξανδρείας, οἱ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου διάδοχοι, ἐπεκράτησε νὰ ὀνομάζωνται καὶ αὐτοὶ Πάπαι καὶ Κριταὶ τῆς Οἰκουμένης, καὶ νὰ φοροῦν, ὅταν λειτουργοῦν, δύο Κορόνας, καὶ δύο ἐπιτραχήλια (2). Ἴσως εἰς δήλωσιν τοῦ λεπτοῦ ἐκείνου ὀθονίου, ὁποῦ ἐχάρισεν εἰς τὸν Ἅγιον Κύριλλον ἡ Σύνοδος.
----------------------------------------------
(1) Διηγεῖται γὰρ ὁ μέγας Λογοθέτης Ἐπιφάνιος, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος ἐξωκλησίασε τὸν Βασιλέα Βασίλειον τὸν Μακεδόνα διὰ τὰς Βουλγαροκτονίας, ἐῤῥαπίσθη παρὰ τοῦ βασιλέως. Ὅθεν ὁ Σέργιος τραχέως ὕβρισε, καὶ ἐκακολόγησε τὸν βασιλέα· τυχὼν δὲν τότε ἐν Κωνσταντινουπόλει ὁ Ἀλεξανδρείας ὀνόματι Θεόφιλος, προσεκαλέσθη, ἵνα γένηται τῶν δύο Κριτής. Ὁ δὲ ποιήσας δύο κηρίνους ἀνδριάντας, καὶ τούτους ἀντικρὺ ἀλλήλους θείς, καὶ μηδὲν εἰπών, τοῦ μὲν ἑνός, ἔκοψε τὴν γλῶσσαν, τοῦ δὲ ἄλλου, τὴν δεξιάν· ὅθεν ὁ Ἀλεξανδρείας ἀπὸ τότε ὠνομάσθη Κριτὴς τῆς Οἰκουμένης, ὡς δύο Οἰκουμενικὰ πρόσωπα συμβιβάσας. (Παρὰ Δοσιθέῳ βιβλ. ζ´. κεφ. ιθ´. παραγράφ. θ´. τῆς δωδεκαβίβλου). Πλὴν σὺ ἔχε πιστότερον τὸ τοῦ Ζωναρᾶ.
(2) ᾙ κορόνες αὐτὲς τῆς Ἀλεξανδρείας, δὲν εἶναι δύο ὁλόκληρες, ἀλλὰ μία, ἐσχηματισμένη ὅμως μὲ δύο κορυφάς. Ὁμοίως καὶ τὰ αὐτοῦ ἐπιτραχήλια, δὲν εἶναι δύο ὁλόκληρα, ἀλλ᾿ ἕν· ἀπὸ τὴν μέσην ὅμως τὸ κάτω χωρισμένον, καὶ φαινόμενον ὡσὰν δύο.
Ταῦτα ἐδιηγήθη ὁ λόγος περαστικὰ καὶ μὲ βραχυλογίαν· ἀλλὰ δὲν ἠκολούθησαν ἔτζι· διότι, ἕως ὁποῦ νὰ συστήσῃ ὁ Ἅγιος Κύριλλος τὴν προῤῥηθεῖσαν Σύνοδον, καὶ δι᾿ αὐτῆς νὰ συστήσῃ καὶ νὰ στερεώσῃ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν, πολλοὺς κόπους, καὶ πειρασμοὺς ἐδοκίμασεν ὁ ἀοίδιμος, καὶ πολλὰς συκοφαντίας ἀδίκους καὶ καταδρομὰς ἔλαβεν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς τους ὁμόφρονας τοῦ Νεστορίου, διότι ἐκεῖνοι βοηθούμενοι ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντας, ἔκαμαν ἐδικόν τους Συνέδριον, καὶ ἐκήρυξαν ψευδῶς τὸν θεῖον Κύριλλον αἱρετικὸν καὶ ὁμόφρονα τοῦ Ἀπολλιναρίου, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τὴν ἀληθινὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ· ἐπειδὴ καὶ ἔλεγαν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νοῦν, ἀλλὰ ἡ θεότης ἀνεπλήρωνε τὸν τόπον τοῦ νοός. Ὅθεν ἀκολούθως ἐκαταδίκασαν τὸν Ἅγιον Κύριλλον, ὡς αἱρετικόν, καὶ τὸν ἐδιάβαλαν πρὸς τὸν βασιλέα μὲ τὰς ἐπιστολάς τους· καὶ τόσον ὑπερίσχυσαν αἱ διαβολαὶ καὶ κατηγορίαι τους, ὥστε ὁποῦ ἐπαρώξυναν καὶ τὸν βασιλέα εἰς ὀργὴν κατὰ τοῦ Ἁγίου· δι᾿ ὃ καὶ εἰς φυλακὴν ἐβάλθη ὁ Ἅγιος, καὶ σίδηρα ἐφόρεσεν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἀγωνιζόμενος εἰς τὴν Ἔφεσον, ὁμοῦ μὲ τὸν Ἐφέσου Μέμνονα· ὕστερον δὲ ὁ βασιλεὺς ἐξετάζοντας καταλεπτῶς, καὶ μανθάνοντας τόσον τὰς ψευδοκατηγορίας τῶν αἱρετικῶν, ὅσον καὶ τὴν ἀθῳότητα τοῦ Ἁγίου, τοὺς μὲν αἱρετικοὺς ἐταπείνωσε καὶ ἐξώρισε, τὸν δὲ Ἅγιον Κύριλλον ὁμοῦ μὲ τοὺς ὁμόφρονάς του, εἰς τοὺς θρόνους τοὺς ἐστερέωσε, καὶ τὴν ὑπομονὴν αὐτοῦ καὶ πραότητα μὲ ἐγκώμια ἐμακάρισε.
Διὰ νὰ καταλάβῃ δὲ κάθε ἕνας, πόσον μισητὴ ἐστάθη κοντὰ εἰς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ βλάσφημος αἵρεσις τοῦ Νεστορίου, κατὰ τῆς ὁποίας τόσον ἠγωνίσθη ὁ θεῖος Κύριλλος, καλὸν εἶναι νὰ ἀναφέρωμεν ἐδῶ, ὡς ἐν παραβάσει, τὴν Ἱστορίαν ὁποῦ διηγοῦνται οἱ Πατέρες τοῦ Λειμωναρίου, Σωφρόνιος καὶ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι γράφουν οὕτως· «Ἐπήγαμεν εἰς τὸν Ἀββᾶν Κυριακὸν τὸν πρεσβύτερον τῆς Λαύρας τοῦ Καλαμῶνος, ὁποῦ εἶναι κοντὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην, ὁ ὁποῖος εἶπε μας ταῦτα. Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν εἶδον εἰς τὸν ὕπνον μου τὴν Κυρίαν Θεοτόκον μὲ λαμπρὸν καὶ φωτεινὸν πρόσωπον, ἐνδεδυμένην μὲ πορφυροῦν ἱμάτιον, καὶ συντροφιασμένην ἀπὸ δύο ἱεροπρεπεῖς ἄνδρας· ἡ ὁποία ἐστέκετο ἔξω ἀπὸ τὴν Κέλλαν μου· ἐγὼ δὲ ἀνεγνώρισα πὼς εἶναι ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, καὶ πὼς οἱ δύο ἄνδρες οἱ σὺν αὐτῇ, ἦσαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, καὶ ὁ Θεολόγος Ἰωάννης. Ὅθεν ἐβγήκα ἀπὸ τὴν Κέλλαν μου καὶ προσκυνήσας τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν αὐτὴν νὰ ἔμβῃ μέσα, διὰ νὰ εὐλογήσῃ τὸ κελλίον μου· ἡ δὲ Θεοτόκος δὲν ἔστεργε παντελῶς· ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ πολλὴν ὥραν παρεκάλουν αὐτὴν λέγων· μὴ ἀποστραφήτω, ὦ Δέσποινα, ὁ δοῦλός σου, ἐντροπιασμένος ἀπὸ σοῦ, καὶ ὠνειδισμένος· καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἐκείνη βλέπουσα πρὸς ἐμέ, ἀπεκρίθη μοι λέγουσα· ἔχεις τὸν ἐχθρόν μου μέσα εἰς τὸ κελλίον σου, καὶ πῶς ζητεῖς νὰ ἔμβω εἰς αὐτό; καὶ τοῦτο εἰποῦσα, ἔγινεν ἄφαντος. Ἐγὼ δὲ ἐξυπνήσας ἄρχισα νὰ κλαίω καὶ νὰ λυποῦμαι διὰ τὸν λόγον τοῦτον τῆς Θεοτόκου· καὶ ἐπειδὴ ἄλλος τινὰς δὲν ἦτον μέσα εἰς τὸ κελλίον μου, εἰμὴ μόνος ἐγώ, ἐσυλλογιζόμουν, μήπως ἔσφαλα εἰς κανένα πρᾶγμα μὲ τὸν λογισμόν μου εἰς τὴν Θεοτόκον, καὶ διὰ τοῦτο μὲ ἀπεστράφη· ἀλλὰ δὲν εὕρισκον τὸν ἑαυτόν μου, πῶς νὰ ἔπταισα εἰς αὐτήν. Ἐν ἀπορίᾳ λοιπὸν καὶ λύπῃ εὐρισκόμενος, ἔλαβον βιβλίον νὰ ἀναγνώσω, διὰ νὰ παρηγορηθῶ· ἦτον δὲ τὸ βιβλίον Ἡσυχίου πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων, τὸ ὁποῖον εἶχα ζητήσει πρὸς ὥραν ἀπὸ αὐτόν· ἀναγινώσκων δὲ αὐτό, εὑρίσκω κατὰ τὸ τέλος τοῦ βιβλίου, δύο βλασφήμους λόγους τοῦ δυσεβοῦς Νεστορίου. Ὅθεν ἐγνώρισα, πὼς αὐτὸς εἶναι ἐχθρὸς τῆς Θεοτόκου, ὁποῦ εἶχον εἰς τὸ κελλίον μου· καὶ παρευθὺς τὸ ἔστρεψα ὀπίσω εἰς ἐκεῖνον, ὁποῦ μοῦ τὸ ἔδωκεν, εἰπὼν αὐτῷ· λάβε τὸ βιβλίον σου ἀδελφέ, διὰ τὶ ἀπὸ αὐτὸ περισσότερον ἐζημιώθηκα, πάρεξ ὁποῦ ὠφελήθηκα. Ἐκεῖνος δὲ ἐρωτήσας καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν τῆς ζημίας ταύτης παρ᾿ ἐμοῦ, διηγηθέντος τὴν ὀπτασίαν, ἐνεπλήσθη ἀπὸ θεῖον ζῆλον, καὶ παρευθὺς ἔκοψεν ἀπὸ τὸ βιβλίον τοὺς δύο ἐκείνους βλασφήμους λόγους, καὶ τοὺς ἔκαυσεν εἰς τὴν φωτίαν, διὰ νὰ μὴν εὑρίσκεται εἰς τὸ κελλίον του ὁ ἐχθρὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου.
Δὲν πρέπει καὶ τοῦτο νὰ σιωπήσωμεν ἐδῶ· ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὁ τόσον ἄκρος φίλος τοῦ Χριστοῦ, καὶ τόσον μέγας εἰς τὴν ἁγιότητα, εἶχεν ὅμως καὶ κάποιον ἔγκλημα εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὄχι ἀπὸ κακίαν, καὶ γνῶσιν, ἀλλὰ ἀπὸ πρόληψιν καὶ ἄγνοιαν τῆς ἀληθείας· διότι μόνου του Θεοῦ εἶναι ἴδιον τὸ ἀναμάρτητον, καὶ τὸ νὰ εἶναι παντελῶς ἀπὸ κάθε πάθος ἀπίαστος, ὡς λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος· οἱ δὲ Ἅγιοι, ὅσον καὶ ἂν εἶναι Ἅγιοι, ὑπόκεινται ὅμως, ὡς ἄνθρωποι, εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν, καὶ εἰς κάποια πάθη ἀνθρώπινα καὶ παραμικρά· ἅπτεται δὰρ οὗ μόνων τῶν πολλῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀρίστων ὁ μῶμος, ὡς μόνου ἂν εἶναι τοῦ Θεοῦ τὸ παντελῶς ἄπταιστον καὶ ἀνάλωτον πάθεσι. (Ἐπιτάφ. εἰς τὸν μ. βασιλ.). Ὅθεν ἀκολούθως καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἄνθρωπος ὁποῦ ἦτον, εἶχε κάποιον τι πάθος ἀνθρώπινον· ἀλλὰ πάλιν ἐδιώρθωσε τὸ τοιοῦτον πάθος μὲ θαυμάσιον τρόπον· ποῖον δὲ ἦτον τὸ πάθος; καὶ ποία ἐστάθη ἡ τούτου διόρθωσις; ἀκούσατε. Ὁ μέγας Κύριλλος, μὲ τὸ νὰ εἶχε συγγενῆ καὶ θεῖον τὸν Πατριάρχην Θεόφιλον, τὸν ἐχθρὸν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ μὲ τὸ νὰ ἐπίστευεν ὡς ἀληθῆ, τὰ ψευδῆ κατηγορήματα ὁποῦ ἔλεγαν κατὰ τοῦ Χρυσοστόμου οἱ ἐχθροί του, ὄχι ἀπὸ κακίαν, ἀλλὰ ἀπὸ ἁπλότητά του καὶ ἀκακίαν, καθὼς εἶναι γεγραμμένον, ἄκακος ἀνὴρ πιστεύει παντὶ λόγω· ἀπὸ αὐτὰ λέγω τὰ δύο αἴτια, ἔφθασε νὰ λάβῃ ὁ θεῖος Κύριλλος κακὴν ὑπόληψιν ἐναντίον τοῦ Ἁγιωτάτου καὶ θείου Πατρὸς ἡμῶν Χρυσοστόμου. Ὅθεν ἐθυμόνετο κατ᾿ αὐτοῦ, ὄχι μόνον ὅταν ἔζη ἀκόμη ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἀλλὰ καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐτελεύτησε· διατοῦτο οὐδὲ τὸ ὄνομά του ἤθελε νὰ μνημονεύῃ εἰς τὰ δίπτυχα μετὰ τῶν ἄλλων εὐσεβῶν Πατριαρχῶν, καθὼς ἦτον συνήθεια. Ἔγραψεν εἰς τὸν θεῖον Κύριλλον, ὁ μετὰ τὸν Ἀρσάκειον γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀττικός, παρασταίνωντάς του, πὼς καὶ αὐτὸς ἦτον ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Χρυσοστόμου· ἀλλ᾿ ὕστερον στοχαζόμενος τὸ ἀθῷον καὶ ἀνέγκλητον τοῦ Ἁγίου ἐκείνου ἀνδρός, μετενόησεν εἰς τὸ πρότερον σφάλμα του, καὶ ἐσυναρίθμησε τὸ ὄνομα τοῦ Χρυσοστόμου ὁμοῦ μὲ τοὺς Ἁγίους, καὶ τὸ ἐμνημόνευεν· ὁμοῦ δὲ καὶ συμβουλεύοντας τὸν Ἅγιον ἀδελφικῶς, καὶ παρακαλώντας τὸν νὰ κάμῃ καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιον, νὰ γράψῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τὰ δίπτυχα, καὶ νὰ τὸν μνημονεύῃ· ἀλλ᾿ ὁ θεῖος Κύριλλος δὲν ἤκουε, μὴ θέλοντας τάχα νὰ κατηγορήσῃ τὴν κατὰ τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ Θεοφίλου γενομένην Σύνοδον.
Ἔγραψε μετὰ ταῦτα εἰς τὸν αὐτὸν θεῖον Κύριλλον καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, συγγενὴς αὐτοῦ ὤν, καὶ παλαιότερος εἰς τὴν ἡλικίαν· καὶ παῤῥησίᾳ καὶ μετὰ πολλοῦ θάῤῥους ἐσυμβούλευεν αὐτόν, ὅτι, ἀδίκως καὶ παραλόγως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀπταίστου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καὶ ὅτι δὲν πρέπει τινὰς νὰ καταδικάζῃ ἄνθρωπον, ἀνίσως πρῶτον δὲν ἐξετάσῃ καταλεπτῶς τὴν αἰτίαν, καὶ τὸ σφάλμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου· διότι καὶ ὁ Θεός, καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ ἠξεύρει τὰ πάντα πρὸ τοῦ νὰ γένουν καὶ προβλέπει τὰ μέλλοντα ὡς ἐνεστῶτα· ὅμως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ἐκατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μόνος του εἰς τὰς πόλεις τῶν Σοδόμων, νὰ ἰδῇ, ἂν ἀληθῶς ἥμαρτον οἱ Σοδομῖται, ἢ ὄχι, διὰ νὰ ἠξεύρῃ· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα· καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται· εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. Τοῦτο δὲ ἐποίησεν ὁ Παντέφορος Κύριος, διὰ νὰ μᾶς δώσῃ παράδειγμα, νὰ μὴν πιστεύωμεν παρευθύς, εἰς τὰ λόγια τῶν κατηγόρων· ἀλλὰ μόνοι μας νὰ ἐξετάζωμεν πρότερον, ἕως οὗ νὰ πληροφορηθῶμεν, ἐὰν οὕτως ἔχῃ ἡ ἀλήθεια, καθὼς ἀκούωμεν· λοιπὸν καὶ σὺ (ἔλεγε πρὸς τὸν θεῖον Κύριλλον) πρέπει πρῶτα νὰ στοχάζεται, καὶ ἔπειτα νὰ ὀργίζεται, ἐὰν εὕρῃς εὔλογον αἰτίαν τῆς ὀργῆς· διότι, πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἦσαν μετὰ σοῦ εἰς τὴν ἐν Ἐφέσῳ Σύνοδον, φανερὰ σὲ κατηγοροῦν, πὼς ἀδίκως θυμόνεσαι κατὰ τοῦ ἀθῴου Ἰωάννου· καὶ πώς, μὲ τὸ νὰ εἶσαι συγγενὴς τοῦ Θεοφίλου, μιμεῖσαι κατὰ πάντα τὴν κατάστασιν ἐκείνου. Ἐπειδὴ καθὼς ἐκεῖνος ἐδημοσίευσε τὴν μωρίαν του φανερά, διώκοντας ἀπὸ τὸν θρόνον του, τὸν ἄπταιστον, καὶ ἅγιον καὶ ἠγαπημένον τοῦ Θεοῦ Ἰωάννην· ἔτσι καὶ σὺ κάμνεις, κατηγορώντας καὶ διαβάλλοντας τὴν δόξαν τοῦ διωγμένου, καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ αὐτὸς τώρα εἶναι ἀποθαμένος.
Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς Ἅγιος Ἰσίδωρος ἔγραψεν ἄλλην ἐπιστολὴν εἰς τὸν αὐτὸν θεῖον Κύριλλον καὶ τοῦ λέγει ταῦτα· «Μὲ φοβερίζουν τὰ παραδείγματα ὁποῦ εἶναι εἰς τὴν θείαν Γραφήν, καὶ μὲ βιάζουν νὰ σοῦ γράψω ἐκεῖνα ὁποῦ εἶναι χρειαζόμενα. Ἐὰν ἐγὼ εἶμαι Πατήρ σου, καθὼς μὲ ὀνομάζεις, φοβοῦμαι τὴν καταδίκην, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Ἠλεὶ ὁ Ἱερεὺς εἰς τὸν παλαιὸν νόμον, διὰ τὶ δὲν ἐπαίδευσε καθὼς ἔπρεπε, τοὺς υἱούς του ὁποῦ ἥμαρτον. Ἐὰν δὲ πάλιν ἐγὼ εἶμαι υἱός σου, καθὼς μόνος μου τὸ ἠξεύρω, φοβοῦμαι, μὴ μὲ καταλάβῃ ἡ παίδευσις ἐκείνη, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς τοῦ Σαούλ, διὰ τὶ, δυνάμενος νὰ ἐμποδίση τὸν πατέρα του, ὁποῦ ἐζήτει μαγείας, δὲν τὸν ἐμπόδισεν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν· διὰ τοῦτο ἐκεῖνος πρῶτον ἐφονεύθη εἰς τὸν πόλεμον· λοιπὸν διὰ νὰ μὴ καταδικασθῶ ἐγώ, σοῦ λέγω, ἐκεῖνα ὁποῦ εἶναι εἰς ὠφέλειάν σου· καὶ διὰ νὰ μὴ καταδικασθῇς καὶ σὺ ἀπὸ τὸν ἀπροσωπόληπτον καὶ δίκαιον κριτήν, ἄκουσόν μου· ῥίψαι τὸν θυμὸν ὁποῦ ἔχεις κατὰ τοῦ ἀποθανόντος, καὶ μὴ συγχύζῃς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν ζώντων, καὶ προξενεῖς εἰς αὐτὴν ταραχᾶς».
Καὶ πάλιν εἰς ἄλλο μέρος τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ λέγει· «Μὲ ἐρωτᾷς, διὰ τὶ, καὶ πῶς ἐξωρίσθη ὁ Ἰωάννης; πλὴν ἐγὼ καταλεπτῶς δὲν θέλω νὰ σοῦ ἀποκριθῶ, διὰ νὰ μὴ φαίνομαι, πὼς ὀνειδίζω καὶ κατακρίνω τοὺς ἄλλους· τοῦτο μόνον σοῦ λέγω, ὅτι, παράνομοι πολλοί, ἀδίκως κατ᾿ ἐκείνου, ἐτελείωσαν τὴν κακίαν τους· καὶ μὲ ὀλιγολογίαν σου φανερώνω τὴν κατάστασιν τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν ὁποίαν γειτονεύεις. Ἡ Αἴγυπτος, τὸν Μωϋσῆν ἀρνήθη, καὶ εἰς τὸν Φαραὼ ἐδούλευσε· τοὺς ταπεινοὺς ἐπλήγωσε μὲ μάστιγας· τοὺς κοπιώντας Ἰσραηλίτας ἐβασάνισε. Πόλεις τῆς ἔκτιζαν, καὶ αὐτὴ τὸν μισθὸν τῶν ἐργατῶν δὲν ἐπλήρωσεν. Εἰς ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ἔργα ἡ Αἴγυπτος σχολάζουσα, ἐφύτρωσε τὸν Θεόφιλον, ὅστις ἐτίμα τὸν χρυσὸν ὡς Θεόν, αὐτὸς μὲ τοὺς ὁμόφρονάς του, ἐμίσησε, καὶ ἐλύπησε τὸν ἀγαπημένον ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, καὶ θεοκύρηκα Ἰωάννην. Ἀλλ᾿ ὁ οἶκος τοῦ Δαβὶδ αὐξάνει μᾶλλον, καὶ στερεώνεται, ὁ δὲ οἶκος τοῦ Σαοὺλ ἐλαττώνεται καὶ ὀλιγοστεύει, καθὼς βλέπεις».
Ταῦτα τὰ γράμματα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου ἀναγινώσκοντας ὁ θεῖος Κύριλλος, ἄρχισε διὰ νὰ γνωρίζῃ τὸ σφάλμα του, καὶ νὰ διορθώνεται. Πλὴν τότε τὸ ἐγνώρισε καθαρά, καὶ τότε ἐντελῶς ἐδιορθώθη, ἀφ᾿ οὗ εἶδε τὴν ἀκόλουθον ὀπτασίαν. Ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου μίαν φοράν, πὼς εὑρίσκετο εἰς ἕνα τόπον πολλὰ ὡραῖον, καὶ γεμάτον ἀπὸ χαρὰν ἀνεκλάλητον, εἰς τὸν ὁποῖον ἔβλεπε τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ, καὶ ἄλλους θαυμαστοὺς καὶ ἐνδόξους ἄνδρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁμοίως ἔβλεπεν εἰς αὐτὸν καὶ πολλοὺς Ἁγίους της νέας χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς τὸν τόπον δὲ ἐκεῖνον ἔβλεπε καὶ ἕνα Ναὸν φωτεινότατον, τοῦ ὁποίου ἡ ὡραιότης ἦτον ἀνερμήνευτος· μέσα δὲ εἰς τὸν Ναὸν ἤκουε πλῆθος πολύ, ὁποῦ ἔψαλαν μελωδικότατα· ἐμβαίνωντας δὲ καὶ ὁ Ἅγιος μέσα εἰς τὸν Ναόν, ὅλος μὲν ἔγινεν ἔκθαμβος εἰς τὸν νοῦν ἀπὸ τὴν θεωρίαν τν ἐκεῖ· ὅλος δὲ ἐγέμισεν ἀπὸ χαρὰν καὶ γλυκύτητας εἰς τὴν καρδίαν διότι ἔβλεπεν ἐκεῖ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, περικυκλωμένην ἀπὸ πλῆθος Ἁγίων Ἀγγέλων, καὶ λάμπουσαν ἀπὸ δόξαν ἄῤῥητον ὁλοτρύγυρα· ἔβλεπε δὲ καὶ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, ὁποῦ ἐστέκετο κοντὰ εἰς τὴν Θεοτόκον μὲ μεγάλην τιμήν, καὶ ἄστραπτεν ἀπὸ φῶς θαυμαστόν, ὡς Ἄγγελος Θεοῦ, κρατῶν εἰς χεῖρας καὶ τὸ βιβλίον τῶν διδαχῶν του· ἦσαν δὲ μαζὶ μὲ τὸν Χρυσόστομον καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἔνδοξοι ἄνδρες περιστεκόμενοι εἰς αὐτὸν ὡσὰν ὑπηρέται, ὅλοι ἀρματωμένοι, καὶ τάχα ὡσὰν ἑτοιμασμένοι, διὰ νὰ κάμουν ἐκδίκησιν. Ταῦτα βλέπων ὁ θεῖος Κύριλλος, ἠγάπα νὰ ὑπάγῃ νὰ προσκυνήσῃ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, καὶ δὴ καὶ ἔδραμε πρὸς αὐτήν, διὰ νὰ τὴν προσκυνήσῃ· ἀλλ᾿ εὐθὺς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ τοὺς δορυφόρους του, ἔδραμεν ἐναντίον του μὲ θυμόν, καὶ ὄχι μόνον τὸν ἐμπόδισεν ἀπὸ τὸ νὰ πλησιάσῃ κοντὰ εἰς τὴν Θεοτόκον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Ναὸν ἐκεῖνον τὸν ἀπεδίωξεν. Ὁ δὲ Ἅγιος Κύριλλος εἰς καιρὸν ὁποῦ ἐστέκετο ἔντρομος, συλλογιζόμενος πὼς ὠργίζετο κατ᾿ αὐτοῦ ὁ Χρυσόστομος, καὶ τὸν ἐδίωκεν ἀπὸ τὸν Ναόν, ἰδοὺ ἀκούῃ ἀπὸ τὴν Δέσποιναν, ὁποῦ ἐμεσίτευε, καὶ ἔλεγε πρὸς τὸν Ἰωάννην νὰ τὸν συγχωρήσῃ, καὶ ἀπὸ τὸν Ναὸν ἐκεῖνον νὰ μὴν τὸν ἀποδιώξη· ἐπειδὴ ὄχι ἀπὸ κακίαν, ἀλλὰ ἀπὸ ἄγνοιαν ἔλαβε κατ᾿ αὐτοῦ κακὴν ὑπόληψιν· «σύγγνωθι ἀγνοίᾳ γὰρ τὴν περί σου φαύλην ὑπόληψιν προσεκτήσατο· καὶ δηλώσει τῷ ταύτην μετὰ τὴν ἐπίγνωσιν ἀποκτήσασθαι.» *
* Τὰ λόγια ταῦτα, ὁμοίως καὶ τὰ κάτωθεν, εἶναι τοῦ Ἀνωνύμου συγγραφέως τοῦ Βίου τοῦ Χρυσοστόμου· ὅστις συντομωτέραν ἀναφέρει τὴν ὀπτασίαν ταύτην.
Ὁ δὲ Ἰωάννης ὑπεκρίνετο, πὼς δὲν ἔστεργε νὰ τὸν συγχωρήσῃ. Τότε λέγει πρὸς τὸν Ἰωάννην ἡ Θεοτόκος· διὰ τὴν ἀγάπην μου συγχώρησέ τον· ἐπειδὴ πολλὰ ἠγωνίσθη διὰ τὴν τιμήν μου, καταισχύνας τὸν ὑβριστήν μου Νεστόριον, καὶ ἐμένα Θεοτόκον ἀνακηρύξας εἰς τοὺς ἀνθρώπους. «Σύγγνωθι ἐμοῦ ἕνεκα· πολλὰ γὰρ διαπεπόνηκεν ὑπὲρ ἐμοῦ, Νεστόριον καταισχύνας τὸν ὑβριστήν, κἀμὲ Θεοτόκον ἀνακηρύξας». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ἀπὸ τὴν Θεοτόκον ὁ Χρυσόστομος, εὐθὺς κατεπράϋνε, καὶ ἐναγκαλισάμενος τὸν Ἅγιον Κύριλλον, ὡς φίλος φίλον, φιλικῶς καὶ γλυκερῶς ἐν ἀγάπῃ αὐτὸν ἠσπάζετο, καὶ οὕτως εἰρήνευσαν καὶ ἐφιλιώθησαν καὶ οἱ δύο Ἅγιοι πρὸς ἀλλήλους ἐν τῇ ὀπτασίᾳ ἐκείνῃ, διὰ μεσιτείας τῆς Θεοτόκου.
Ἐξυπνήσας λοιπὸν ὁ Ἅγιος Κύριλλος, καὶ στοχαζόμενος μὲ ἀκρίβειαν τὴν ὀπτασίαν ταύτην, ἐμετανόει πολλά, καὶ μόνος τὸν ἑαυτόν του ἐκατηγόρει, πὼς εἶχε πάθος τόσον καιρόν, μάταιον καὶ ἀσυλλόγιστον, εἰς τόσον εὐάρεστον τῷ Θεῷ, καὶ ἁγιώτατον ἄνδρα. Καὶ εὐθὺς συναθροίσας ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους της Αἰγύπτου, ἔκαμεν ἑορτὴν καὶ πανήγυριν μεγάλην τοῦ Χρυσοστόμου· ἔγραψε τὸ ὄνομά του, καὶ τὸ ἐμνημόνευεν μετὰ τῶν μεγάλων Ἁγίων· ἐμακάριζεν αὐτὸν κατ᾿ ἔτος μὲ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους· ἔγραψε τὸν βίον του εἰς σχέδια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μετὰ ταῦτα συνέγραψε τὸν βίον τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν εὐρισκόμενον εἰς τὰ Χρυσοστομικά, Γεώργιος ὁ Ἀλεξανδρείας. Καὶ ἔτζι ἀκηκώθη ὁ μῶμος αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ θείου Κυρίλλου.
Ἀπὸ τότε λοιπὸν καὶ ὕστερα ἐπέρνα τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς του ὁ Μακάριος Κύριλλος, μὲ πολιτείαν θαυμάσιον, ποιμαίνων τὸ λογικὸν αὐτοῦ ποίμνιον εἰς νομὰς ζωηφόρους· πάντας ὁδηγῶν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας, καὶ μὲ μεγάλην σοφίαν, καὶ ποιμαντικὴν ἐπιστήμην, ἐλευθερώνοντας, ἀπὸ τὴν πλάνην τοῦ διαβόλου τοὺς πεπλανημένους. Ταύτης δὲ τῆς σοφίας, καὶ ἐπιστήμης του, ἀπόδειξις ἀρκετὴ εἶναι, τὸ ἀκόλουθον διήγημα· τὸ ὁποῖον θέλομεν προσθέσει ἐδῶ, ὡσὰν ἕνα γλύκισμα τῶν ἀκροατῶν, καὶ οὕτω νὰ δώσωμεν τέλος τοῦ λόγου.
Διηγεῖται ὁ Ἀββᾶς Δανιὴλ εἰς τὸ πατερικόν, ὅτι εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς Αἰγύπτου ἦτον ἕνας γέρων Ὅσιος, Ἅγιος μὲν κατὰ τὴν πολιτείαν, κατὰ δὲ τὸν νοῦν ἁπλοῦς καὶ χονδρός· ὅθεν ἀπὸ τὴν ἁπλότητά του, ἐφρονοῦσε, καὶ ἔλεγεν, ὅτι ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· τοῦτο ἀνήγγειλαν τινὲς εἰς τὸν Ἅγιον Κύριλλον· ὁ ὁποῖος προσκαλεσάμενος τὸν Γέροντα ἐκεῖνον, καὶ μαθών, ὅτι ποιεῖ σημεῖα καὶ θαύματα, καὶ ὅ,τι ζητήσῃ ἀπὸ τὸν Θεόν, τοῦ τὰ φανερώνει ὁ Θεός· ἐμεταχειρίσθη τοιαύτην σοφίαν, καὶ λέγει πρὸς τὸν Γέροντα μὲ πραότητα· «Ἀββᾶ, ἕνας λογισμὸς μοῦ λέγει, πὼς ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλος πάλιν λογισμὸς μοῦ λέγει, πὼς δὲν εἶναι Υἱὸς Θεοῦ, ἀλλὰ ἄνθρωπος, καὶ ἀρχιερεὺς τοῦ Θεοῦ· καὶ ἔχω περὶ τούτου ἀμφιβολίαν. Ὅθεν ἐπὶ τούτου σὲ ἔκραξα, καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ παρακαλέσῃς τὸν Θεόν, νὰ σοῦ ἀποκαλύψῃ τὸ ἀληθές. Ὁ δὲ γέρων τοῦτο ἀκούσας, καὶ ἐλπίζοντας εἰς τὴν πολιτείαν του, ἀπεκρίθη μὲ θάρρος καὶ παῤῥησίαν· ἅφες με Δέσποτα νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν τρεῖς ἡμέρας περὶ τούτου· καὶ ὅ,τι μοῦ ἀποκαλύψῃ ὁ Θεός, θέλω νὰ φανερώσω καὶ εἰς τὴν μεγάλην ἁγιοσύνην σου.
Καὶ λοιπὸν πηγαίνοντας ὁ γέρων εἰς τὸ κελλίον του, ἐκλείσθη τρεῖς ἡμέρας, καὶ παρεκάλει θερμῶς τὸν Κύριον νὰ τοῦ φανερώσῃ περὶ τοῦ Μελχισεδέκ· ἀποκαλυφθεὶς δὲ τὴν ἀλήθειαν ἐκ Θεοῦ, ἐγύρισε πρὸς τὸν Ἅγιον Κύριλλον καὶ τοῦ λέγει· ἄνθρωπος εἶναι, δέσποτα, ὁ Μελχισεδέκ, καὶ ὄχι Υἱὸς Θεοῦ· Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ εἶπε, καὶ πόθεν τὸ ἠξεύρης Πάτερ; ὁ γέρων ἀπεκρίθη· Ὁ Θεὸς μοῦ ἐφανέρωσε ὅλους τοὺς Πατριάρχας ἕνα καθ᾿ ἕνα, ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ Μελχισεδέκ· τοὺς ὁποίους εἶδον ὅλους ὁποῦ ἀπέρασαν ἔμπροσθέν μου· κι ὅταν ἦλθεν ὁ Μελχισεδὲκ νὰ ἀπεράσῃ, εἶπέ μοι Ἄγγελος Κυρίου, ἰδού, οὗτος εἶναι ὁ Μελχισεδέκ· ἐπληροφορήθηκα λοιπὸν Δέσποτα, ὅτι ἀληθῶς ἔτζι εἶναι. Τότε ὁ Ἅγιος Κύριλλος εὐχαριστήσας τὸν Κύριον, ἐχάρη πολλά, πὼς ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τὴν πλάνην τὸν γέροντα, καὶ ἀπέλυσεν αὐτὸν ἐν εἰρήνῃ. Ἀπελθὼν δὲ ὁ γέρων, ἐκήρυξεν εἰς ὅλους ὅτι ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ὄχι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· μὲ τοιαύτην σοφίαν καὶ μέθοδον τοῦ Ἁγίου, ὡδηγήθη ὁ ἁπλοῦς Γέρων εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας.
Ἀφ᾿ οὗ δὲ ὁ Ἅγιος ἔζησε εἰς τὸν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας χρόνους ὁλοκλήρους τριάκοντα δύο, καὶ ἐσύνθεσε πολλὰ βιβλία ψυχωφελῆ καὶ ὀρθόδοξα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ πλέον ἐξαίρετα, εἶναι οἱ Θησαυροί, καὶ τὰ ὀνομαζόμενα Γλαφυρὰ εἰς τὴν Παλαιὰν Γραφήν· καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐκαθάρισεν, εἰς τὰς ἡμέρας του, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰς αἱρέσεις, παρέδωκε τὴν Ἁγίαν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ἐννάτην τοῦ Ἰουνίου, εἰς τὴν ὁποίαν ἑορτάζεται ἡ καθ᾿ αὐτὸ καὶ κυρία μνήμη αὐτοῦ· (εἰς γὰρ τὴν δεκάτην ὀγδόην του Ἰανουαρίου μηνός, δὲν εἶναι ἡ μνήμη τῆς τελευτῆς του, ἀλλὰ ἡ μνήμη τῆς φυγῆς αὐτοῦ· δηλαδὴ τῆς ἀπὸ Ἀλεξανδρείας εἰς Ἔφεσον ἴσως ἀναβάσεως αὐτοῦ· ἀξία γὰρ ἑορτῆς ἐκρίθη ἡ τοιαύτη τοῦ Ἁγίου φυγή, διὰ τὶ ἐστάθη αἰτία πολλῶν ἀγαθῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ· καθ᾿ ὅτι δι᾿ αὐτῆς, ἡ μὲν Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Τρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη· ἡ τοῦ νεστορίου βλάσφημος αἵρεσις ἐξωστρακίσθη, καὶ ἡ ὀρθοδοξία τῆς Πίστεως εἰς τὴν Οἰκουμένην ἐκηρύχθη· μαρτυροῦσι δὲ τοῦτο, καὶ ἄλλα πολλά, μάλιστα δὲ οἱ ἐν τῇ δεκάτῃ ὀγδόῃ τοῦ Ἰανουαρίου εὐρισκόμενοι στίχοι οὗτοι·
26 ***
Η ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
Μεταξύ των ενδόξων μεγαλομαρτύρων τής χριστιανικής Πίστης διακεκριμένη θέση κατέχει η νύμφη τού Χριστού, Αικατερίνα, η πολιούχος τού θεοβάδιστου Όρους Σινά.
Για την Αγία Αικατερίνη συνέγραψε ο αγιολόγος Συμεών ο Μεταφραστής στο εκτενέστατο «Μαρτύριο». Επιπλέον υπάρχουν και άλλα τρία στην ελληνική γλώσσα με αρκετές παραλλαγές μεταξύ τους. Το ένα από αυτά το αποδίδει στον εαυτό του ο Αθανάσιος ο ταχυγράφος, ονομάζοντας τον εαυτό του υπηρέτη τής Αγίας, ενώ τα άλλα δύο ανήκουν σε αγνώστους συγγραφείς. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος, επίσκοπος Καισαρείας στο βιβλίο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» αναφέρεται σε ανώνυμη Μάρτυρα. Ο δε Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ρουφίνος (345-408 μ.Χ.) στην ανώνυμη Μάρτυρα του Ευσεβίου δίνει το όνομα Δωροθέα. Όμως κατά τη γνώμη έγκυρων ερευνητών, η ανώνυμη Μάρτυς τού Ευσεβίου ταυτίζεται με την Αγία Αικατερίνη. Το όνομα Δωροθέα πρέπει να ανήκει στην Αγία πριν εισέλθει στον Χριστιανισμό. Όταν όμως προσχώρησε στην πίστη τού Χριστού, τής δόθηκε το όνομα Αικατερίνη (Αικατερίνα: αεί + καθαίρειν) λόγω τής αγνότητάς της.
Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην πόλη τής Αλεξάνδρειας το 294 μ.Χ. από ειδωλολατρική οικογένεια και πήρε το όνομα Δωροθέα. Έζησε την εποχή τού ασεβούς και χριστιανομάχου βασιλέως Μαξεντίου ή του Μαξιμίνου Β', απόλυτου άρχοντα της Αιγύπτου. Είχε αριστοκρατική καταγωγή, καθώς ήταν κόρη τού βασιλέως Κώνστα ή Κέστου. Ήταν αξιοζήλευτη ως προς την ομορφιά, την ευγένεια, τη μόρφωση, τον πλούτο. Από μικρή έτυχε μεγάλης μόρφωσης και ήταν κάτοχος της λατινικής γλώσσας και της ελληνικής φιλολογίας, ενώ γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες τής εποχής της. Σπούδασε στις εθνικές σχολές τής εποχής Φιλοσοφία, Ρητορική, Ποίηση, Μουσική, Μαθηματικά, Αστρονομία και Ιατρική. Μελέτησε τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, αλλά και τις μεθόδους και τις θεωρίες των ιατρών Ασκληπιού, Γαληνού και Ιπποκράτη. Από νεαρή ηλικία προσελκύσθηκε από τη χριστιανική διδασκαλία, την οποία μελέτησε, και, αφού ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, εργάσθηκε με έντονη δράση και ενθουσιασμό για τη διάδοσή του, επιτυγχάνοντας πολλά χάριν τής ρητορικής της δεινότητας και των πολλών γνώσεών της.
Σίγουρα αποτέλεσε ένα αντίπαλο δέος στην Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία -με την οποία μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες Παραδόσεις ταυτίζεται - κατά τη μεσαιωνική σκέψη. Και εικάζεται ότι επινοήθηκε η μορφή αυτή με αυτό τον σκοπό. Έτσι, παρόμοια με την Υπατία, λέγεται ότι ήταν σοφή (ιδιαιτέρως όσον αφορά στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία), πολύ όμορφη, αγνή, και ότι δολοφονήθηκε άγρια λόγω τής δημόσιας έκθεσης της πίστης της -105 χρόνια προ του θανάτου τής Υπατίας (αν και τα πρώτα κείμενα που την αναφέρουν, ή οι διάφορες παραλλαγές τους, χρονολογούνται πολύ αργότερα).
Στον ιστορικό περίγυρο της εποχής, η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε εξέχουσα γυναικεία προσωπικότητα, αριστοκρατικής καταγωγής, νεαρά, μορφωμένη, ωραία, διακρινόμενη τόσο για τη σοφία όσο και για την αρετή της. Δεν σώζονται συγγράμματά της φιλοσοφικά, είναι ωστόσο γνωστό από παράλληλες ιστορικές πηγές, όπως το λεξικό Σούδας, ότι εξέφρασε την ορθολογική εκδοχή του νεοπλατωνισμού ενώ συγχρόνως ήταν μαθηματικός, γεωμέτρης και αστροφυσικός.
Ορισμένες πληροφορίες για την ίδια έχουμε επίσης από τον μαθητή της Συνέσιο τον Κυρηναίο τον μετέπειτα επίσκοπο Πτολεμαΐδος. (P.G. 66, 132)
Η χαρακτηριστική επιθυμία της για ενάρετο και άσπιλο βίο, καθώς και η επιθυμία της να παραμείνει αγνή υπήρξε από της εποχής της ακόμη παροιμιώδης, όπως και ο απότομος και «τραυματικός» τρόπος που απο-γοήτευσε όσους την πλησίαζαν με ερωτικού είδους προθέσεις.
Η εξαίρετη αυτή γυναικεία προσωπικότητα βρέθηκε στη μέση της θύελλας των θρησκευτικών μηχανογραφιών των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας της εποχής της. Οι συνθήκες θανάτου της είναι σκοτεινές και αδιευκρίνιστες ακόμη σήμερα καθώς υποτίθεται ότι διαμελίστηκε από φανατισμένο όχλο με την προτροπή ή την ανοχή του Πατριάρχου Κυρίλλου, ενώ ως κίνητρο αυτής της άνευ επαρκούς λόγου δολοφονίας θεωρήθηκε η ερωτική της σύνδεση με τον Έπαρχο Ορέστη.
Καμία λογική ωστόσο δεν μπορεί να τεκμηριώσει ως αληθοφανή την εκδοχή αυτή, εφόσον η Υπατία εξαιτίας της ιδεολογικής της αντίθεσης απέναντι στις ερωτικές σχέσεις της εποχής της δεν είχε καμία τέτοιου είδους σύνδεση με τον Ορέστη (παρά τους «ευσεβείς πόθους» του ιδίου και των εχθρών των Ιουδαίων).
Αντιθέτως ο θάνατός της φαινόταν καταπληκτική «πολιτική» κίνηση για τους Ιουδαίους καθώς με αυτόν οι ίδιοι επέτυχαν ταυτοχρόνως: α) να θανατώσουν την μεγαλύτερη Ελληνίδα φιλόσοφο και επιστήμονα της εποχής της, β) να κατασυκοφαντήσουν τον υπ' αριθμόν έναν εχθρό τους Πατριάρχη Κύριλλο, γ) να παρουσιάσουν τους χαρακτηριστικά ήπιους, γαλήνιους, ειρηνοποιούς και μακρόθυμους Χριστιανούς εκείνης της εποχής ως αιμοδιψείς δολοφόνους, δ) να δυσφημίσουν τη Νέα Θρησκεία στη συνείδηση των Ελλήνων Εθνικών και ε) να συνδέσουν το πρόσωπο του Ορέστου αρνητικά με τον Κύριλλο και να εδραιώσουν τη συμπάθεια του πρώτου απέναντί τους.
Το ισχυρότερο όμως επιχείρημα όλων είναι ότι η φιλόσοφος Υπατία είχε μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Υπέρ της θέσης αυτής συγκλίνουν πολλά στοιχεία.
Η βασικότερη ωστόσο παράδοση, η οποία συνδέει τη ζωή της Αγίας Αικατερίνης με αυτή της φιλοσόφου Υπατίας, έρχεται από τη Λαοδικεία της Μικράς Ασίας.
Ο συγγραφέας Β. Μυρσιλίδης αναφέρει στο σύγγραμμά του «Βιογραφία της φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας», Αθήναι 1926, ότι στο χωριό Δενισλί, στο οποίο ο ίδιος υπηρέτησε ως διευθυντής της Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας το 1897, στις 25 Νοεμβρίου υπήρχε εορταστική πανήγυρις στην οποία είχε λάβει μέρος και ο ίδιος «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας φιλοσόφου και μάρτυρος».
Ακόμη στη βιογραφία του, ο ίδιος αναφέρει ότι στο Δενισλί της Λαοδικείας υπήρχε και ναός «εκ βάθρων εις τιμήν και μνήμην της Υπατίας, της φιλοσόφου και μάρτυρος» και ότι ο Ναός αυτός πανηγύριζε στις 25 Νοεμβρίου «της παρθενομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης υπό το όνομα της οποίας τα πλήθη των πέριξ οικούντων πιστών εορτάζουν την σοφήν ρήτορα κόρην Υπατίαν».
Η Υπατία, Ελληνίδα φιλόσοφος και μάρτυρας, προστάτιδα της σπουδάζουσας νεολαίας και ιδιαιτέρως της φιλοσοφίας, τουλάχιστον κατά τη χριστιανική παράδοση της Μικράς Ασίας είναι κατά την αντίληψή μας το ίδιο πρόσωπο με την παρθενομάρτυρα Αγία Αικατερίνη.
Σε κάθε περίπτωση, κι αν ακόμη δεχτούμε ότι όλες οι ομοιότητες του βίου της παραβλεφτούν, ωστόσο είναι εύλογο να διαπιστώσουμε τουλάχιστον αυτό: α) η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε χριστιανή και β) η δολοφονία της έγινε κάτω από συνθήκες συνωμοτικού σχεδίου των Ιουδαίων της εποχής εκείνης και καμιά έγκυρη ιστορική πηγή δεν αποδεικνύει ότι την προκάλεσαν χριστιανοί.
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στην Αγία Αικατερίνη, το απαράμιλλο σωματικό της κάλλος, η εκπληκτική της μόρφωση, η αριστοκρατική της καταγωγή και η αρετή με τη οποία ήταν στολισμένη, την έκαναν περιζήτητη νύφη. Αυτή όμως αρνιόταν κάθε παρόμοια πρόταση, έως ότου κάποιος Μοναχός τής γνώρισε τον αληθινό Νυμφίο των ψυχών, τον Ιησού Χριστό. Βαπτίσθηκε και ονομάσθηκε Αικατερίνα, που κατά μία εκδοχή σημαίνει Στεφανία ή Πολυστεφανία.
«...Και πολλοί πλουσιότατοι άρχοντες της Συγκλήτου ζήτησαν να συμπεθερεύσουν με τη μητέρα τής Αικατερίνης, η οποία ήταν κρυφά Χριστιανή και δεν το εκδήλωνε εξαιτίας τού μεγάλου διωγμού που κίνησε τον καιρό εκείνο εναντίον των πιστών ο Μαξέντιος. Οι συγγενείς, λοιπόν και η μητέρα της τη συμβούλευαν να παντρευτεί, για να μην πάει η βασιλεία τού πατέρα της σε ξένο άνθρωπο και αποξενωθούν τελείως από αυτήν. Η Αικατερίνη, όμως, αγαπούσε την παρθενία πολύ ως φιλόσοφος και, προφασιζόμενη διάφορες αιτίες, έλεγε ότι δεν συμφωνούσε καθόλου να παντρευτεί.
Από την πηγή: «Περιγραφή Ιερά του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά», που περιέχει στοιχεία για την Αγία Αικατερίνη, παραθέτουμε τον εξής διάλογο και το ενύπνιο, που αφορά στην πνευματική της αναγέννηση.
«-Βρείτε μου έναν νέο που να είναι όμοιός μου στα τέσσερα Χαρίσματα που ομολογείτε πως υπερέχω από τις άλλες κοπέλες, και τότε θα τον πάρω για σύζυγό μου, διότι δεν καταδέχομαι να πάρω κάποιον αναξιότερό μου. Ερευνήστε λοιπόν παντού αν υπάρχει κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία και στην ωραιότητα. Και αν του λείπει και ένα από αυτά τα Χαρίσματα, δεν μου είναι άξιος.
Και αυτοί, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος, αποκρίθηκαν ότι ο γιος τού βασιλιά τής Ρώμης και κάποιοι άλλοι ευγενείς και πλουσιότεροι από αυτήν μόνο στη σοφία και την ωραιότητα δεν της έμοιαζαν. Και εκείνη έλεγε ότι δεν καταδεχόταν να πάρει για σύζυγο κάποιον κατώτερό της.
Η μητέρα της είχε ως Πνευματικό της έναν αγιότατο άνθρωπο, που κατοικούσε έξω από την πόλη, κρυμμένος. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν σε αυτόν να συμβουλευθούν. Ο ασκητής, βλέποντας την ευταξία τής κόρης και ακούγοντας τα γνωστικά και μέτρια λόγια της, έβαλε στον νου του να την οδηγήσει προς την επίγνωση του Ουράνιου Βασιλιά Χριστού. Της λέει, λοιπόν:
-Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, ο οποίος σε υπερβαίνει ασύγκριτα σε όλα τα Χαρίσματα που είπες και σε άλλα αμέτρητα. Η ωραιότητά του υπερνικά σε λάμψη τον Ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοητά κτίσματα, ο πλούτος των θησαυρών του μοιράζεται σε όλον τον κόσμο και ποτέ δεν λιγοστεύει, αλλά, καθώς διαδίδεται, αυξάνεται. Η ευγένειά του είναι απερίγραπτη και ανεκλάλητη.
Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντας ο ασκητής, νόμισε η κόρη ότι έλεγε για κάποιον επίγειο άρχοντα, για αυτό άλλαξε γνώμη και ρωτούσε λεπτομέρειες, αν ήταν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι τόσοι έπαινοι που είπε προς αυτήν για τον άνθρωπο εκείνο. Εκείνος βεβαίωνε όσα είπε και διηγούταν και τις υπόλοιπες χάρες του. Τότε τού λέει η κόρη:
-Τίνος γιος είναι αυτός που τόσο επαινείς;
Και ο ασκητής τής αποκρίθηκε:
-Αυτός δεν έχει πατέρα πάνω στη γη, αλλά γεννήθηκε απερίγραπτα και υπερφυσικά από μια ευγενέστατη Υπεραγία και Χαριτωμένη Παρθένο, η οποία αξιώθηκε για την υπερβολική της αγιότητα να μείνει αθάνατη στην ψυχή και το σώμα, αναλαμβανόμενη υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται από όλους τους αγίους αγγέλους ως βασίλισσα όλης τής κτίσεως.
Του λέει τότε η Αικατερίνη:
-Είναι δυνατόν να δω αυτόν τον νέο, για τον οποίο διηγείσαι τέτοια θαυμάσια πράγματα;
Και της απάντησε ο γέροντας:
-Αν κάνεις όπως θα σου πω, θα αξιωθείς να δεις το υπέρλαμπρο και πάμφωτο πρόσωπό του.
Του είπε τότε εκείνη:
-Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο γέροντα και πιστεύω ότι δεν ψεύδεσαι σε όσα είπες. Είμαι, λοιπόν, έτοιμη να πράξω όλα όσα θα μου προστάξεις.
Ο ασκητής τής έδωσε μια εικόνα στην οποία ήταν ζωγραφισμένη η Παναγία Θεοτόκος, που είχε αγκαλιά της το Θείο Βρέφος και της λέει:
-Αυτή είναι η Αειπάρθενος Μητέρα εκείνου για τον οποίο σου είπα τέτοια θαυμάσια πράγματα. Πάρ' την, λοιπόν, στο σπίτι σου και κλείνοντας την πόρτα τού δωματίου σου κάνε ολονύκτια προσευχή με ευλάβεια προς αυτήν, η οποία ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ την να καταδεχτεί να δείξει σε εσένα τον Υιό της και ελπίζω ότι, αν προσευχηθείς με πίστη, θα σε υπακούσει να δεις εκείνον που ποθεί η ψυχή σου.
Τότε η κόρη, παίρνοντας την ιερή εικόνα, έφυγε για το παλάτι και τη νύκτα κλείστηκε μόνη στην κάμαρα και προσευχόταν, όπως τής είχε εξηγήσει ο γέροντας. Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν, από τον κόπο την πήρε ο ύπνος και βλέπει στο όραμά της τη Βασίλισσα των αγγέλων, όπως ήταν ζωγραφισμένη με το Άγιο Βρέφος, το Οποίο ακτινοβολούσε πιο πολύ από τον Ήλιο, όμως έστρεφε το πρόσωπό Του προς τη Μητέρα Του. Για αυτό, η κόρη έβλεπε μόνο την πλάτη Του. Και, επιθυμώντας να Το δει και στο πρόσωπο, πήγε από το άλλο μέρος. Ο Χριστός, όμως, έστρεφε και πάλι το πρόσωπό Του από την άλλη μεριά. Όταν αυτό έγινε τρεις φορές, ακούει την Παναγία να Του λέει:
-Δες τέκνο μου τη δούλη Σου Αικατερίνη πόσο ωραία και πάγκαλος είναι.
Και Εκείνος αποκρίθηκε:
-Είναι μάλιστα τόσο σκοτεινή και άσχημη, που δεν μπορώ να τη βλέπω.
Του λέει η Θεοτόκος:
-Δεν είναι σοφή περισσότερο από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής περισσότερο από όλες τις νέες όλων των πόλεων;
Και ο Χριστός αποκρίθηκε:
-Μητέρα μου, σου λέω ότι είναι άγνωστη, φτωχή και τόσο άξια περιφρονήσεως, εφόσον βρίσκεται σε τέτοια διάθεση, που δεν καταδέχομαι να με δει στο πρόσωπο.
Κι εκείνη Τού είπε:
-Σε παρακαλώ, γλυκύτατο Τέκνο μου, μην καταφρονήσεις το πλάσμα Σου, αλλά νουθέτησέ την και εξήγησέ της τι να πράξει, για να απολαύσει τη δόξα Σου και να δει το υπέρλαμπρο και πολυπόθητο πρόσωπό Σου, το οποίο επιθυμούν να βλέπουν οι άγγελοι.
Ο Χριστός τότε αποκρίθηκε:
-Ας πάει στον γέροντα, από τον οποίο πήρε την εικόνα, και ας κάνει όπως τη συμβουλέψει, και τότε, αφού βαπτισθεί, θα με δει και θα λάβει πολλή αγαλλίαση και ωφέλεια.
Όταν τα είδε αυτά η κόρη, ξύπνησε. Και, θαυμάζοντας για αυτήν την οπτασία έφυγε το πρωί με λίγες γυναίκες και πήγε στο κελί τού γέροντα και πέφτοντας με δάκρυα στα πόδια του, του διηγήθηκε το όραμα και τον παρακαλούσε θερμά να τη νουθετήσει τι να πράξει, για να απολαύσει αυτό που ποθεί. Και ο όσιος της διηγήθηκε λεπτομερώς όλα τα μυστήρια της αληθινής μας Πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία τού κόσμου και την πλάση τού Αδάμ μέχρι και τη Δευτέρα Παρουσία τού Δεσπότου Χριστού. Και για την απερίγραπτη δόξα τού Παραδείσου και για τη γεμάτη ωδίνες και ατελείωτη Κόλαση. Και την κατήχησε σε τέτοιο βαθμό, που γνώριζε σε λίγο διάστημα όλες τις λεπτομέρειες της Πίστεως, επειδή γνώριζε Γράμματα και είχε μεγάλη σοφία. Έτσι, πιστεύοντας με όλη της την καρδιά, έλαβε από αυτόν το Άγιο Βάπτισμα. Μετά τής παρήγγειλε να παρακαλέσει και πάλι με πόθο την Υπεραγία Θεοτόκο για να της εμφανιστεί όπως και πριν. Αφού, λοιπόν, με το Βάπτισμα απέβαλε τον «παλαιό» άνθρωπο και ενδύθηκε αδιάφθορη στολή, επέστρεψε στα ανάκτορα και όλη τη νύκτα παρακαλούσε νηστική και προσευχόταν με δάκρυα, μέχρι που και πάλι την έπιασε ο ύπνος. Και τότε βλέπει την ουράνια Βασίλισσα με το Θείο Βρέφος, το Οποίο έβλεπε την Αικατερίνη με πολλή ευσπλαχνία και ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ρώτησε τον Δεσπότη αν Του είναι αρεστή η Παρθένος, ο δε Υιός αποκρίθηκε:
-Τώρα έγινε ολόλαμπρη και ένδοξη, αυτή που πριν ήταν σκοτεινή και άχαρη· η φτωχή και άγνωστη έγινε πλούσια και πάνσοφη· η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και φημισμένη και είναι πλήρης με τόσα αγαθά και χάριτες και τόσο την επιθυμώ, που συμφωνώ να τη μνηστευθώ και να την πάρω για άφθορη νύφη μου.
Τότε η Αικατερίνη έπεσε στη γη με δάκρυα λέγοντας:
-Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη Βασιλεία Σου, αλλά αξίωσέ με να είμαι κι εγώ μαζί με τους δούλους Σου.
Και η Θεοτόκος πήρε το δεξί χέρι τής κόρης και λέει στον Χριστό:
-Τέκνο μου, δος της για αρραβώνα δακτυλίδι για να τη νυμφευθείς και να την αξιώσεις τής Βασιλείας Σου.
Τότε ο Δεσπότης Χριστός τής έδωσε ένα ωραιότατο δακτυλίδι, λέγοντάς της:
-Από σήμερα θεωρείσαι άφθορη και αιώνια Νύμφη μου και φύλαξε μέ ακρίβεια αυτή τη συμφωνία και να μη λάβεις ποτέ επίγειο νυμφίο.
Και μετά από αυτό τελείωσε το όραμα. Και όταν ξύπνησε η Κόρη, βλέπει ότι αληθινά υπήρχε στο δεξί της χέρι το δακτυλίδι. Και γέμισε από μεγάλη ευφροσύνη και αγαλλίαση, που αιχμαλωτίστηκε η καρδιά της από την ώρα εκείνη από τον Θείο Έρωτα. Και τόσο αλλοιώθηκε με την «καλή αλλοίωση», που δεν φρονούσε πλέον επίγεια πράγματα, αλλά μό-νο τα άφθαρτα κάλλη τού ποθουμένου Χριστού φανταζόταν. Αυτόν ποθούσε, Αυτόν μελετούσε, όταν κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια».
Σύμφωνα με την Παράδοση και τα Συναξάρια τής Αγίας Αικατερίνης, κατά τη διάρκεια των διωγμών τού Αυτοκράτορα Μαξιμίνου, στις αρχές τού 4ου αιώνα, σε ηλικία 18 ετών, ομολόγησε την πίστη της στον Ιησού Χριστό και δημοσίως κατηγόρησε τον Αυτοκράτορα για τις θυσίες του προς τα είδωλα. Εκείνος ανέθεσε σε πενήντα ή, κατ' άλλους, σε εκατόν πενήντα περίφημους ρήτορες (ο αριθμός εξ αντιθέτου χαρακτηρίζει τη ρητορική δεινότητα της Αγίας), προκειμένου, συζητώντας μαζί της να της αποδείξουν το αβάσιμο και στρεβλό των ιδεών (δοξασιών) της. Αποτέλεσμα, όμως, υπήρξε το αντίθετο. Ο Μιχαήλ ο Αρχάγγελος ήλθε από τον ουρανό και της είπε: «μη φοβού η παις τού Κυρίου. Ιδού γαρ ο Κύριος θέλει δώση σοι σοφίαν εις την σοφίαν σου, να νικήσης τους ρήτορας. Και ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί να πιστεύσωσι δια σου, και να λάβετε πάντες τού Μαρτυρίου τον στέφανον».
Πράγματι, η Αικατερίνη με την κομψότητα του λόγου της και των επιχειρημάτων της «εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του πνεύματος την μαχαίραν» (σύμφωνα με το Απολυτίκιο της Αγίας). Έχουσα μελετήσει σε βάθος το έργο τού μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Ομήρου, αναφέρεται στους στοχασμούς και τις δοξασίες του. Ο Όμηρος αναφέρει, για τον μέγιστο Θεό Δία πως είναι ψεύτης, απατεώνας και πανούργος και πως ήθελαν να δέσουν αυτόν η Ήρα, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, αν δεν έφευγε να κρυφθεί. Ομοίως, γράφει και άλλα παρόμοια προς καταφρόνηση των Θεών αυτών. Επιπλέον, η Αγία Αικατερίνη αναφέρει και τη θέση τής σοφής Σίβυλλας, που μαρτυρεί την ένθεη σάρκωση και τη σωτήρια Σταύρωση. Ο Θεός είναι αληθής, δημιουργός ουρανού και γης και θαλάσσης, ηλίου και σελήνης, και παντός ανθρωπίνου γένους, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος και άρρητος.
Η Αγία Αικατερίνη, απευθυνόμενη στους συνομιλητές της, έκανε μνεία σε ποιητές και φιλοσόφους, τον Πλάτωνα, τον Ορφέα και τον Απόλλωνα, οι οποίοι καθαρά και σαφέστατα, αν και χωρίς να το επιδιώκουν, ομολόγησαν την πίστη τους στον Θεό και Χριστό, τον οποίο αυτός ο παντοδύναμος Κύριος οικονόμησε.
Αλλά ακόμη και τα σοφά της επιχειρήματα, με την πειστική ανάπτυξη των ιδεών της, κατάφεραν να προσηλυτίσουν αυτούς οι οποίοι τελικά ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό. Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε το αποτέλεσμα, οργίσθηκε τόσο που διέταξε την θανατική καταδίκη όλων στην πυρά στο μέσον τής πόλης, τη δε Αικατερίνη σε μαρτύρια μέχρι θανάτου. Η Αγία βασανίσθηκε σκληρά, αλλά αντί να καμφθεί το ηθικό της, κατόρθωσε με το ένθεο παράδειγμά της να προσελκύσει στη χριστιανική Πίστη τη σύζυγο του Αυτοκράτορα, Φαυστίνα, η οποία θαύμασε τις αρετές και την καρτερικότητά της, γνώρισε την Αγία και την αγάπησε. Όταν, λοιπόν, έλειπε ο σύζυγός της από την πόλη, ζήτησε να την επισκεφθεί με συνοδεία 200 στρατιωτών υπό τον Φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, λέγοντας σε αυτόν:
«-Την περασμένη νύχτα είδα σε όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών παρθένων. Όταν με είδε, με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σού στέλλει αυτό το στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρεις έναν τρόπο να συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.»
«-Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα», απάντησε ο Πορφυρίων.
Όταν νύχτωσε, λοιπόν, πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα.
Έδωσαν χρήματα στον δεσμοφύλακα και εκείνος τους άνοιξε την πόρτα τής φυλακής. Η Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια τής Μάρτυρος, λέγοντας:
«-Τώρα είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν' ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα και αν στερηθώ τη ζωή και τη βασιλεία μου, δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες δωρεές και χαρίσματα».
«-Κι' εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρεις, αφού υπομείνεις μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να βασιλεύσεις αιώνια», της απάντησε η Αγία Αικατερίνη.
«-Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός και απάνθρωπος», της είπε η Φαυστίνα.
«-Έχε θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνει στη δύσκολη ώρα τού μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέσει το σώμα σου εδώ, για να αναπαύεται εκεί αιώνια», της αποκρίθηκε εκείνη.
Ενώ οι δύο γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:
«-Τι χαρίζει ο Χριστός σε όσους πιστεύουν; Θέλω και εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του».
«-Δεν διάβασες ποτέ καμιά Γραφή των Χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε για αυτά;»
«-Από παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ' αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω φροντίσει για αλλά πράγματα. «Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθεί τα αγαθά, που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον Αγαπούν και τηρούν τις εντολές του», τού απάντησε η Αγία.
Τότε η Θεία Χάρη γέμισε την καρδιά τού Πορφυρίωνα. Πίστεψε με όλη του την καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και, αφού πήραν όλοι δύναμη από τη Μεγαλομάρτυρα, έφυγαν.
Όταν το έμαθε ο Αυτοκράτορας, οργίστηκε και διέταξε τον αποκεφαλισμό τής Φαυστίνας και της ακολουθίας της και την τελική πλέον εκτέλεση της Αγίας. Μέσο θανάτωσης ήταν ο «βασανιστικός τροχός», που έμοιαζε με τροχό, η περιφέρεια του οποίου έφερε καρφιά (ήλους), που ετίθετο σε κίνηση με σχοινιά και τροχαλίες, πλησιάζοντας αργά το ιστάμενα δεμένο σώμα τού καταδίκου) με συνέπεια τις αρχικές εκδορές μέχρι διαμελισμού. Ο θρύλος στο σημείο αυτό αναφέρει πως τα καρφιά τού τροχού, όταν πλησίασαν το σώμα τής Αγίας αυτά ένα-ένα απόσπονταν ή θραύονταν. Κατ' άλλο θρύλο, ο εν λόγω τροχός, πριν πλησιάσει το σώμα τής Αγίας, διαλύθηκε «στα εξ ων συνετέθη». Έτσι και αποφασίσθηκε τελικά ο αποκεφαλισμός τής Αγίας.
Κατά την Παράδοση, μετά από τον αποκεφαλισμό της (αρχές τού 4ου αιώνα) το πάναγνο σώμα τής Αγίας μεταφέρθηκε υπό «πτερύγων αγγέλων» στην κορυφή τού υψηλότερου όρους τού Σινά, στην κορυφή Χωρήβ, ύψους 1990 μέτρων, όπου ο Μωυσής είχε παραλάβει από τον Θεό τις Δέκα Εντολές, το οποίο σήμερα φέρει και το όνομά της, αφού επί αιώνες το σώμα της έμεινε άταφο, κατά τούς βιογράφους της και την ιερή Παράδοση, μέχρι τον 6ο αιώνα, όπου ερημίτες μοναχοί τής περιοχής μέσω οράματος ειδοποιήθηκαν και κατέβασαν από το όρος το σώμα τής Αγίας, το οποίο και εναπόθεσαν σε μαρμάρινη λάρνακα. Σύμφωνα με τους βιογράφους και τους συναξαριστές της Αγίας Αικατερίνης δύο θαύματα έγιναν την ώρα του αποκεφαλισμού της. Πρώτον, αντί για αίμα έτρεξε από το λαιμό της γάλα και, δεύτερον, το άγιο σκήνωμά της εξαφανίσθηκε αμέσως από το σημείο του μαρτυρίου. Κατά άλλη Παράδοση, Χριστιανοί Αιγύπτιοι Μοναχοί βρήκαν το ιερό σκήνωμα της Αγίας και το μετέφεραν στο Άγιο Βήμα τού Καθολικού τής Μονής Σινά, μέσα σε μία μαρμάρινη λάρνακα. Στη συνέχεια, ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, ο οποίος και έκτισε τη γνωστή ιερή Μονή τής Αγίας Αικατερίνης τού Σινά και τον ναό (καθολικό) τής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (που κτίσθηκε μεταξύ 548-565), εντός τού οποίου και τοποθετήθηκε η μαρμάρινη λάρνακα, εξ ου και το όνομα της εκκλησίας «Αγία Αικατερίνη».
Αξιοζήλευτο δώρο τού Θεού στην ιερά Μονή Σινά αποτελούν τα Ιερά Λείψανα της αγίας Αικατερίνης, τα οποία βρέθηκαν στο Παρεκκλήσιο της κορυφής τού όρους, που φέρει σήμερα το όνομά της. Ο τόπος, όπου ανακαλύφθηκε το Άγιο Λείψανο, είναι ακριβώς κάτω από την Αγία Τράπεζα. Δίπλα στο Παρεκκλήσιο υπάρχουν δύο δωμάτια για τους προσκυ-νητές. Η θέα από εδώ είναι θαυμάσια. Ο προσκυνητής μπορεί να δει την Ερυθρά Θάλασσα νοτίως, και τον Κόλπο τού Εϊλάτ ανατολικά.
Το μύρο, που ανάβλυζε και ακόμη αναβλύζει από τη Αγία Κάρα τής αγίας, είναι ένα συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια προς την Αγία Αικατερίνη και το όνομά της διαδόθηκε στη Δύση από τους Σταυροφόρους, και από τον 11ο αιώνα και μετά η Μονή τού Θεοβάδιστου Όρους Σινά άρχισε να γίνεται γνωστή και ως Μονή τής Αγίας Αικατερίνης.
Η μαρμάρινη Λάρνακα, στην οποία φυλάσσεται σήμερα το τίμιο λείψανο της Αγίας Αικατερίνης, ευρίσκεται στη νότια πλευρά τού Αγίου Βήματος του Καθολικού. Είναι έργο που συνέθεσε ο λιθοξόος και Σκευοφύλακας της Μονής Προκόπιος, αξιοποιώντας παλαιοχριστιανικά θωράκια. Όλοι οι προσκυνητές έχουν τη δυνατότητα να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανα της Αγίας μετά το πέρας των ιερών Ακολουθιών. Τότε τα τίμια λείψανα εκτίθενται για προσκύνηση και δίδεται σε κάθε προσκυνητή ως ευλογία αργυρό ομοίωμα του δακτυλιδιού τής Αγίας. Το δακτυλίδι αυτό συμβολίζει τον πνευματικό αρραβώνα τής Αγίας με τον Χριστό (βλ. «ιερό γάμο») και τον σύνδεσμο κάθε προσκυνητή με τη Μονή· θεωρείται δε μεγάλο φυλακτό, το οποίο οι προσκυνητές συνήθως φορούν δια βίου.
Ιερά λείψανα, όμως, τής Αγίας Αικατερίνης τής Μεγαλομάρτυρος φέρονται να επιδεικνύονται από τα μέσα τού 11ου αιώνα και στη νορμανδική πόλη Ρουάν, όπου, κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς, τα έφερε εκεί περί το 1027 ο ερημίτης μοναχός Συμεών.
Το Όρος τής Αγίας Αικατερίνης
Το Όρος τής Αγίας Αικατερίνης είναι το υψηλότερο της χερσονήσου τού Σινά, που φθάνει στα 2.646 μέτρα. Απέχει πέντε ώρες με τα πόδια από τη Μονή. Ο δρόμος είναι ομαλός, κατασκευασμένος από τον αείμνηστο Μοναχό Μωυσή. Η χερσόνησος του Σινά, τριπλάσια της Πελοποννήσου σε έκταση, είναι περιοχή δύσβατη, άγονη, αμμώδης και βουνώδης, και ενώνει τις ηπείρους Ασία και Αφρική. Η βλάστηση είναι υποτυπώδης, τα δένδρα σπανίζουν. Αφθονούν, όμως, οι φοίνικες. Η χερσόνησος αυτή κατέχει σημαντική θέση στη θρησκευτική ιστορία τού ισραηλιτικού λαού, των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Στο νότιο τμήμα τής χερσονήσου Σινά βρίσκεται το ομώνυμο Όρος. Εκεί ο Μωυσής, βόσκωντας τα πρόβατα του Ιοθώρ, αντίκρισε τη «φλεγομένη και μη καιομένη» Βάτο (Εξ. Γ', 1 εξ.) και αργότερα στην υψηλότερη κορυφή Χωρήβ, παρέλαβε από τον Θεό τις πλάκες τού Νόμου (Εξ. ΙΘ', 1-24 και Κ', 1 εξ.). Στο Σιναίο Όρος αναπτύχθηκε νωρίς ο χριστιανικός Μοναχισμός και ανέδειξε σπουδαία πνευματικά αναστήματα.
Η Ιερά Μονή τής Αγίας Αικατερίνης
Η Μονή κατά τον ρου τής ιστορίας της έζησε τις συνέπειες πολλών πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών. Το 641 μ.Χ. κατακτήθηκε η περιοχή από τους Άραβες. Οι μοναχοί, όμως, εξασφάλισαν την πολιτική προστασία τού Μωάμεθ, ο οποίος με το περίφημο «Αχτιναμέ», που σώζεται στη Μονή, όρισε οι Μουσουλμάνοι να υπερασπίζονται τους αδελφούς τής Μονής. Ακολούθησαν οι Σταυροφόροι (1099-1270), οι οποίοι κατέστησαν γνωστή τη Μονή στους Χριστιανούς τής Δύσεως. Έπονται οι Μαμελούκοι και εν συνεχεία οι Οθωμανοί υπό τον Σουλτάνο Σελήκ Α' (1517) και ακολουθεί ο Μέγας Ναπολέων (1797-1804), ο οποίος χορήγησε και «ασφαλιστήριον έγγραφον» για την προστασία τής Μονής και την επικύρωση των δικαιωμάτων της.
Η Μονή τού Σινά δεν είναι γνωστή μόνο για την αρχαιότητα και την ιστορικότητά της. Φημίζεται και για το μοναδικό στο είδος του κειμηλιοφυλάκιο και την πλουσιότατη βιβλιοθήκη, που διαθέτει. Στο Καθολικό, το Σκευοφυλάκιο, τα Παρεκκλήσια, τα Κελιά και σε άλλους χώρους τής Μονής, φυλάσσονται περισσότερες από 2.000 εικόνες, που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα ως τον 12ο αιώνα (παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου). Μνημονεύονται ειδικά οι κηρόχυτες (ή εγκαυστικές), που είναι και οι αρχαιότερες. Ανάμεσά τους οι σπουδαιότερες είναι: ο άγιος Πέτρος, η ένθρονη Θεοτόκος ανάμεσα σε Αγίους και Αγγέλους, η Παναγία η Παράκλησις, ο Χριστός Παντοκράτωρ, η Ανάληψις του Χριστού, ο Χριστός Εμμανουήλ και οι Τρεις Παίδες εν καμίνω.
Υπάρχουν πολλές εικόνες με ποικιλία θεμάτων και περιόδων, με υψηλή τεχνική. Αξιοσημείωτα είναι τα έργα αγιογράφων τής εποχής των Κομνηνών, με εμφανή την επίδραση της Μακεδονικής Σχολής. Η τεράστια συλλογή συμπληρώνεται από σιναϊτικές εικόνες, εικόνες τής Παλαιολόγειας εποχής και της Κρητικής Σχολής.
Η Αγία Αικατερίνη φέρεται στις αγιογραφίες συνήθως εστεμμένη, καθιστή, κρατώντας στο δεξί χέρι κάλαμο ή ιερό κλαδί φοίνικα, ενώ στο αριστερό, σταυρό, που ακουμπά σε ακιδοφόρο τροχό, έχοντας στο βάθος (φόντο) το Όρος Σινά. Πολλοί καλλιτέχνες ζωγράφοι έχουν αποδώσει έργα από τον βίο τής Αγίας Αικατερίνης μεταξύ των οποίων ο Κορέγιος, ο Βερονέζε, ο Ραφαήλ κ.ά.
Σύμβολά της στην Αγιογραφία είναι ο ακιδοφόρος τροχός, η αιμοσταγής μάχαιρα, ο κλάδος φοίνικα, ο ιερός κάλαμος, βιβλία και το όρος Σινά.
Εξαιρετικά εντυπωσιακές είναι οι ξυλόγλυπτες θύρες τού κυρίως Ναού, σκαλισμένες σε κέδρους τού Λιβάνου (έργο του 16ου αιώνα), με παραστάσεις ανθέων, καρπών και ζώων τού κήπου τής Εδέμ.
Η Βιβλιοθήκη τής Μονής, από πλευράς αριθμού και αξίας χειρογράφων, θεωρείται η δεύτερη σε σπουδαιότητα στον κόσμο, μετά από εκείνη τού Βατικανού. Περιέχει 4.000 πολύτιμα χειρόγραφα (τα 2/3 στην ελληνική γλώσσα, τα υπόλοιπα στην αραβική, συριακή, κοπτική, ιβηρική, αρμενική και αιθιοπική). Το περιεχόμενό τους είναι κυρίως χριστιανικό, χωρίς να λείπουν τα έγγραφα ιστορικής αξίας, με υπογραφές Αυτοκρατόρων, Πατριαρχών και Αρχιερέων, Σουλτάνων και Ηγεμόνων. Πολλά από τα χειρόγραφα είναι ωραϊσμένα με θαυμάσιες και σπάνιες μικρογραφίες. Στη συλλογή τής Μονής περιλαμβανόταν και ο περίφημος Σιναϊτικός Κώδιξ (4ου αιώνος), που περιέχει το ελληνικό κείμενο της Αγίας Γραφής. Το 1856 ο Γερμανός μελετητής Τίσεντορφ τον δανείστηκε, χωρίς να τον επιστρέψει... Σήμερα εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο, αγορασμένος το 1933 με 100.000 λίρες. Θησαυρός ανεκτίμητος είναι και ο παλίμψηστος «Συριακός Κώδιξ» τού 400 μ.Χ., με δεύτερη γραφή τού 7ου και 8ου αιώνα, που περιέχει την αρχαιότερη μετάφραση του Ευαγγελίου και άλλα μεταγενέστερα κείμενα. Το αρχαιότερο Ευαγγέλιο στην ελληνική είναι του έτους 717 και αποτελεί δώρο τού αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Γ'. Η Βιβλιοθήκη περιέχει και 5.000 περίπου έντυπες εκδόσεις, πολλές από τις οποίες ανάγονται στα πρώτα χρόνια τής τυπογραφίας. Είναι άριστα οργανωμένη και διαθέτει εργαστήρια μικροφωνήσεως και συντηρήσεως χειρογράφων, για την εξυπηρέτηση των μελετητών.
Στην πνευματική δικαιοδοσία τής Μονής ανήκει το γυναικείο Μετόχιο της Φαράν, με μεγάλο κήπο φυτεμένο με χουρμαδιές, οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Άλλα Μετόχιά της είναι στη Ραϊθώ, στο Κάιρο, στον Λίβανο, στην Κύπρο, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ελλάδα.
Προσκυνηματικοί τόποι κοντά στη Μονή: η Αγία Κορυφή με το Παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδος, ο Ναός τού Προφήτη Ηλία στο όρος Χωρήβ (Δεκαλόγου), το Παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης στην ομώνυμη κορυφή, και των Αγίων Θεοδώρων στον λόφο Ισθόρ κ.ά. Υπό τη σκιά τής Μονής διαβιούν Βεδουίνοι, που προσφέρουν έργο υπηρετικού προσωπικού, οι οποίοι μάλιστα, αν και μουσουλμάνοι, τιμούν τον Μωυσή, τον Άγιο Γεώργιο και την Αγία Αικατερίνη.
Είναι γνωστό ότι η φήμη τής Αγίας διαδόθηκε ταχύτατα σε όλον τον χριστιανικό κόσμο, στην Ανατολή και τη Δύση. Έτσι, απολαμβάνει παντού μεγάλης τιμής. Στη Δύση μάλιστα θεωρείται προστάτιδα της σπουδάζουσας νεολαίας. Η Αγία Αικατερίνη θεωρείται προστάτις των Μηχανικών και ιδιαίτερα των παρθένων και φοιτητριών. Στη Γαλλία, η Φιλοσοφική Σχολή τού Παρισιού από θαυμασμό προς την Αγία, την έχει ανακηρύξει προστάτιδα της Φιλοσοφίας. Την ιδιότητα αυτή τής Αγίας, που διαδόθηκε ταχύτατα, αποδέχθηκαν πλείστες χώρες τής Δύσης. Στην Ελλάδα παλαιότερα η Αγία Αικατερίνη ήταν προστάτις τής Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Επίσης, είναι πολιούχος Αγία τής πόλης τής Κατερίνης. Η πρωτεύουσα της Πιερίας ονομάστηκε αρχικά Αικατερίνη από το όνομα της Αγίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι την Αγία Αικατερίνη έχουν τιμήσει με ασματικές Ακολουθίες θεόπνευστοι υμνογράφοι, όπως ο Θεοφάνης ο Γραπτός (9ος αιώνας) και με παρακλητικό Κανόνα ο μακαριστός λόγιος μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (20ός αιώνας). Ακόμη, τη Μεγαλομάρτυρα έχουν τιμήσει με λαμπρούς εγκωμιαστικούς λόγους, αριστουργήματα ρητορικής τέχνης, πολλοί εκκλησιαστικοί ρήτορες, όπως ο αρχιεπίσκοπος Σινά και Ραϊθώ Κύριλλος, λόγιος κληρικός τού 18ου αιώνα, με δύο εγκωμιαστικούς λόγους στην «πολιούχον Σινά», που εκδόθηκαν στη Βενετία το 1776 και ο σοφότατος ιεροδιδάσκαλος του 18ου αιώνα Μακάριος Καλογεράς, από την Πάτμο, με έναν εγκωμιαστικό λόγο.
Η Εκκλησία τής Αρμενίας την εορτάζει στις 27 Μαρτίου. Στο Συναξάριο της Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως και στο Τυπικό τής Μονής τής Θεοτόκου (Ευεργέτιδος) η μνήμη τής Αγίας σημειώνεται την 24η Νοεμβρίου. Κατά την ημερομηνία αυτή, εορτάζουν τη μνήμη τής Αγίας οι Ρώσοι και οι σλαβικές Εκκλησίες, που τιμούν ιδιαίτερα μέχρι σήμερα την ημέρα τού μαρτυρικού θανάτου τής Αγίας. Η ημέρα τού μαρτυρίου τής Αγίας Αικατερίνης θεωρείται η 24η Νοεμβρίου, της δε εύρεσης των λειψάνων της, η 25η Νοεμβρίου, όμως κατά σύσταση των Μο-ναχών τού Σινά, συνέπτυξαν σε μία και τις δύο αυτές εορτές και όρισαν την 25η Νοεμβρίου ως ημέρα τιμής τής ιερής μνήμης της.
Τα Μετόχια της Μονής Σινά επί της Σιναϊτικής Χερσονήσου
Το Μετόχι των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων απέχει από τη Μονή μια ώρα πεζή. Λίγο πιο πριν, ο προσκυνητής συναντά το βράχο από τον οποίο έβγαλε ο Μωυσής το νερό για να πιει ο Ισραήλ (Εξ. ιζ΄, 1-7).
Το Μετόχι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού απέχει από τη Μονή 1 ½ ώρα πεζή. Πλησίον υπάρχει η κοιλάδα Θολά και το Σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους πρώτους Ηγουμένους της Μονής. Έζησε τον 6ο αιώνα και κατοίκησε στον τόπο αυτόν σαράντα έτη, όπου συνέγραψε την περίφημη Κλίμακα, της οποίας οι τριάντα βαθμίδες περιγράφουν τα στάδια της τελειώσεως του Μοναχού. Η επίδραση του έργου αυτού ήταν τόση, ώστε ο Άγιος Ιωάννης να ονομασθεί δεύτερος Μωυσής.
Δύο ακόμα Μετόχια βρίσκονται πλησίον της Μονής: Οι Άγιοι Απόστολοι και το Μποστάνι με το Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Η Όαση της Φαράν υπήρξε από τον 4ο αιώνα το μεγαλύτερο Χριστιανικό κέντρο της χερσονήσου του Σινά και έδρα Επισκόπου. Σήμερα διασώζονται τα ερείπια της παλαιάς επισκοπικής Βασιλικής και δίπλα ο πολύ εύφορος κήπος του Γυναικείου Ησυχαστηρίου με το Ναό του Προφήτου Μωυσέως.
Η Ραϊθώ (Ελ Τουρ) είναι παλαιό λιμάνι των Φοινίκων, στη γλώσσα των οποίων σημαίνει «Τόπος Καρπών». Πρόκειται για το μέρος, στο οποίο ο Μωυσής με τους Ισραηλίτες βρήκαν τα εβδομήντα στελέχη των Φοινίκων και τις Δώδεκα Πηγές (Εξ. ιε΄, 27). Από τον 4ο αιώνα η πόλη έγινε Χριστιανική. Σήμερα υπάρχουν τα ερείπια ενός Μοναστηριού που έκτισε εδώ ο Ιουστινιανός, της περίφημης Λαύρας της Ραϊθώ, καθώς και το Μετόχι της Μονής με το Ναό του Αγίου Γεωργίου, πλήθος φοινίκων και τις Ιαματικές Πηγές του Μωυσέως. Ερείπια παλαιών Μοναστηριών, Παρεκκλησίων και Ησυχαστηρίων βρίσκονται επίσης και στις τοποθεσίες Ραχμάν, Χόδρα και αλλού.
Διοικητικό Καθεστώς της Ιεράς Μονής του Όρους Σινά
Η εν γένει λειτουργία της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι διατυπωμένη στους «Θεμελιώδεις Κανονισμούς». Η ιερά Μονή του Θεοβάδιστου όρους Σινά είναι αμιγώς θρησκευτικό καθίδρυμα και σύμφωνα με τις αποφάσεις των Τοπικών Συνόδων και των Ορθοδόξων Πατριαρχών είναι «αδούλωτη, ασύδοτη, ακαταπάτητη, πάντη και παντός ελεύθερη και Αυτοκέφαλη» και δεν εξουσιάζεται από κανένα Ορθόδοξο Πατριάρχη, ούτε από Σύνοδο. Η Ιερά Σιναϊτική Αδελφότητα, συσταθείσα εδώ και αιώνες, είναι συντεταγμένη μοναχικώς και αποτελείται από μοναχούς και ιερωμένους. Αποτελεί την ανώτατη αρχή της Μονής και έχει πνευματικό αρχηγό και Πατέρα το Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, ο οποίος τελεί και Ηγούμενος αυτής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου, είναι αυτόνομος και εκλέγεται από την Ιερά Σιναϊτική Αδελφότητα. Η κανονική του σχέση προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων συνίσταται στο ότι χειροτονείται από αυτόν, μνημονεύει το Πατριαρχικό του όνομα, όσες φορές ιερουργεί στην επισκοπική δικαιοδοσία του και έχει προς αυτόν το «έκκλητον». Η Ιερά Μονή Σινά διοικείται από τον Αρχιεπίσκοπο και Ηγούμενο αυτής, καθώς και από την περί αυτού Ιερά Σύναξη των Πατέρων. Η Ιερά Σύναξη των Πατέρων είναι διοικητική και εκτελεστική αρχή, διορίζεται από Γενική Συνέλευση της Σιναϊτικής Αδελφότητας με εισήγηση του Αρχιεπισκόπου και αποτελείται από τα εξής τρία μόνιμα μέλη: το Δικαίο, το Σκευοφύλακα και τον Οικονόμο (σήμερα υπάρχει και τέταρτο μέλος, ο Βιβλιοφύλαξ). Ο Δικαίος αντικαθιστά τον Αρχιεπίσκοπο κατά την απουσία του και διευθύνει τα έχοντα σχέση με την Τάξη των Ιερών Ακολουθιών και την εν γένει διαβίωση των Πατέρων στη Μονή και πρέπει να είναι ιερωμένος. Ο Σκευοφύλαξ είναι ισόβιος και φυλάσσει τα ιερά και πολύτιμα σκεύη της Μονής, φροντίζει για την ευπρεπή εμφάνιση του Καθολικού και των Παρεκκλησίων. Ο Οικονόμος μεριμνά για τη διατροφή των Πατέρων, τα κτήματα, τον Ξενώνα και τις προμήθειες της Μονής.
της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου
Θεολόγου ΜΑ, Φιλολόγου - PhD Φιλοσοφίας
Αναπληρώτριας Διαχειρίστριας της Μ.Κ.Ο. «Ρωμηοσύνη»Πηγές Υλικού:
Αικατερίνης Μοναχής, Αικατερίνα η πάνσοφος η μεγαλομάρτυς, εκδ. Αλήθεια, Αθήνα 1985.
Β. Μυρσιλίδη, Βιογραφία της φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας, Αθήναι 1926
Β. Μυρσιλίδη, Βιογραφία και περιοδικό «Κιβωτός», Νοέμβριος και Δε-κέμβριος 1953.
Δρος. Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, Μεγάλου Υμνογράφου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, Η πάνσοφος Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνα, Βίος, Μαρτύριος, Κανών Παρακλητικός, Χαιρετιστήριοι Οίκοι και Εγκώμια, Έκδοσις Ιεράς Μονής Θεοβάδιστου Όρους Σινά, Αθήναι 2008.
Ιστοχώρος Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου Θεσσαλονίκης www.impantokratoros.gr/
Ιστοχώρος Ιεράς Μονής Σινά www.sinaimonastery.com
Κ. Παλαμιώτου-Θωμαΐδου, Δρ. Φ., freemonks.gr
Λέκκου Ε. Π., Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς, Βίος και Παρακλητικός Κανών, εκδ. Σιναϊτης.
Μαρκουλάκη Α., Η Αγία ένδοξος μεγαλομάρτυς Αικατερίνα η πάνσοφος, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1999.
Μαυρομάτη Γ., Η Αγία Αικατερίνη η Μεγαλομάρτυς, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη.
Περιγραφή Ιερά του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά ... Ενετίησιν 1773.
P.G. 66, 132
Σιναϊτικά Μετόχια σε Κρήτη και Κύπρο, Ιερά Μονή Σινά, Ίδρυμα Όρους Σινά, Σιναϊτικό Αρχείο Μνημείων, εκδ. Επτάλοφος.
Συμεών τού Μεταφραστού, Ο βίος και το μαρτύριον Αικατερίνης και Ευγενίας, εκδ. Αποστολική Διακονία
Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνη του θεοβάδιστου Όρους Σινά, Ευάγγελου Παπαϊωάννου, Πτ. Θ. & Φ., σελ.62-65
27 ***
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ :
Ό Αγιος Στυλιανός γεννήθηκε στην Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, μεταξύ του 400 και 500 μ.Χ. Ηταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη. Όσο μεγάλωνε, τόσο με την Χάριν του Θεού γινόταν κατοικητήριο του Άγιου Πνεύματος.
Aπό την παιδική του ηλικία έδειξε τα σπάνια προτερήματα της αγιασμένης ζωής του. Άν και ήταν και αυτός παιδί και νέος και έφηβος, μολονότι είχε κι εκείνος σάρκα, εν τούτοις δεν άφησε τις επιθυμίες να μολύνουν το πνεύμα και την ψυχή του. Ηταν αγνός, αγνότατος.
Δεν άφησε επίσης να τον κυρίευσει κανένα γηινό πάθος. Δεν επέτρεψε στα πλούτη και στην φιλοπλουτία να κυριαρχήσουν στην ψυχή του και να την υποτάξουν στην φθορά και στην απώλεια.
Με την δύναμη και την Χάρη του Θεού πολέμησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαιρης ζωής. Φιλοσόφησε με την αληθινή σοφία του Θεού και είδε πόσο πρόσκαιρος και τιποτένιος είναι ο υλικός τούτος κόσμος. Αποφάσισε έπειτα να βαδίσει με την επιθυμία της ψυχής του. Η ψυχή του τον καλούσε σε αγώνες ηθικούς και ωραίους. Τον καλούσε στην άσκηση της αρετής. Του έδειχνε τον δύσκολο και δύσβατο δρόμο της αιωνίας ζωής, της παντοτεινής ευτυχίας.
H αγνή και πιστή καρδιά του υπάκουσε στην φωνή της ψυχής του. Και η πρώτη ενέργεια του ήταν να πούλησει την περιουσία του και να την μοιράσει στους φτωχούς της Εκκλησίας. Και όταν δεν του είχε απομείνει τίποτε πια από την πατρική κληρονομία, γεμάτος ανακούφηση και χαρά, είπε:
«Πέταξα μια βαρειά άγκυρα, που με κρατούσε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώματος. Πέταξα από πάνω μου τήν φθορά και την απώλεια. Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιάκριτος ό δρόμος της αληθινής ζωής. Απαλλαγμένος, λοιπόν, ο Αγιος από τα φθαρτά, άλλα και συγχρόνως με ευτυχισμένη την καρδιά του, διότι μοίρασε τα πλούτη του σε φτωχούς δυστυχισμένους και σε θεάρεστα άλλα έργα, σκέφτεται πως θα ζήσει τιμιωτερα και αγιώτερα τη ζωή του.
Πόσο ανώτερον κάμνει τον άνθρωπο η διδασκαλία του Χριστού, από τη διδασκαλία των φιλοσόφων! Αυτό το βλέπωμε, εάν συγκρίνωμε την πράξη αυτή του Αγ. Στυλιανού με εκείνο που έκανε ένας αρχαίος φιλόσοφος, Κράτης ονόματι. Και εκείνος κατάλαβε ότι ο πλούτος είναι τύραννος. Τον δουλεύει ό άνθρωπος σαν αφεντικό του. Είναι σκλαβωμένος ο άνθρωπος στον πλούτο του και είναι δεμένος. Δεν είναι ελεύθερος. Γι´αυτό και αυτός πήρε τα χρήματα του, ανέβηκε σ´ έναν παραθαλάσσιο βράχο και από εκεί τα πέταξε στη θάλασσα, φωνάζοντας συγχρόνως: «Κράτης Κράτη τα ελεύθεροι». Εγώ δηλ. ό Κράτης με το να πετάξω τα λεφτά μου στη θάλασσα ελευθερώνω τον Κράτητα, τον εαυτόν μου.
Κι' o Κράτης ελευθερώθηκε μεν από τα χρήματα του, αλλά δέθηκε περισσότερο από τον εγωισμό του. Πέταξε τα χρήματα του για να του πούνε ένα «μπράβο». Οι οπαδοί του Χριστού όμως τα αποχωρίζονται, και συγχρόνως κτυπούν τα πάθη τους και κυρίως τον εγωϊσμόν. Αγωνίζονται να ελευθερωθούν από το τυραννικόν πάθος του εγωισμού, διότι και η φιλοπλουτία είναι παιδί του εγωισμού. Για να απαλλαγούν όμως από τα πάθη και τον εγωϊσμόν αρχίζουν ισόβιο αγώνα, έχοντας συγχρόνως και τη Θεία Χάρη βοηθόν.
Ο Κράτης ένας ήταν αν που το έκαμε αυτό οδηγούμενος από τη φιλοσοφία, οι Χριστιανοί όμως που το πετυχαίνουν εφαρμόζοντας την διδασκαλία του Χριστού είναι εκατομμύρια. Πράγματι σε κάθε γενιά πόσα εκατομμύρια εγκαταλείπουν τα εγκόσμια και ζουν θεληματικά φτωχοί. Ενα από τα τρία προσόντα του μοναχού είναι η ακτημοσύνη. Ολα τα πλήθη των μοναστών «αποθέτουν πάντα όγκον» όχι για ένα κούφιο μπράβο, αλλά για να αποκτήσουν την Βασιλείαν του Θεού. Δίνουν τα γηινα και παίρνουν τα επουράνια. Δίνουν τα ρέοντα και παίρνουν τα μόνιμα και παντοτεινά. Αποθέτουν το βάρος του πλούτου για να μπορούν ελεύθεροι να τρέχουν για να εισέλθουν στην Βασιλείαν του Θεού. Εχουν υπ´όψει τους το « ως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την Βασιλείαν του Θεού », που είπε ο Κύριος. Πόσο λοιπόν ανώτερη είναι η διδασκαλία του Χριστού από την φιλοσοφίαν των ανθρώπων.
Με μοναδική πλέον περιουσία τα ενδύματα του, αρχίζει ένα σκληρό και αγωνιστικό στάδιο σύμφωνα με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αφού, λοιπόν, με τις ευεργεσίες του, ανέβασε ο μακάριος Στυλιανός τον γηινό θησαυρό του στους ουρανούς, και τον ασφάλισε, πήγε σε ένα μοναστήρι και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Από τη στιγμή εκείνη καμμιά γηινή σκέψη, καμμιά υλική παρένθεση δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την πίστη του και την προσευχή του. Τίποτε άλλο δεν φροντίζει και τίποτε άλλο δεν επιδιώκει, παρά μονάχα ό,τι είναι αρεστό στο άγιο θέλημα του Θεού. Αγωνίζεται πως να αρέσει στον Κύριο, πως να τελειοποίησει την ψυχή του, πως να κερδίσει τον Παράδεισο. Καμμιά δική του θέληση, που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού, δεν βρίσκει θέση στην ζωή του. Η αυστηρή ασκητική του ζωή είναι απερίγραπτη. Η αγιότης του αρχίζει να αστράφτη. Η ταπεινοφροσύνη του λαμποκοπάει. Η αγνότης του θαμπώνει. Η νηστεία του είναι αυστηρότατη. Η προσευχή του αληθινή επικοινωνία με τον Θεό. Οι αγρυπνίες του είναι θαυμαστές. Τρεις στόχους έβαλε για σκοπό του να επιτύχει ως μοναχός: την ακτημοσύνη, την αγνότητα και την υπακοή. Τους τρεις αυτούς στόχους τους πέτυχε. Και στις τρεις αυτές αρετές πήρε, σαν να πούμε, άριστα ο Αγιος Στυλιανός. Την ακτημοσύνην του την είδαμε. Δεν κράτησε για τον εαυτό του από την περιουσία του τίποτε απολύτως. Ούτε φρόντισε ν' απόκτησει ποτέ στη ζωή του κάτι τι και αυτός. Εζησε με φτώχεια και τελεία ακτημοσύνη.
Την αγνότητα του επίσης και την ηθικότητα του την κράτησε πολύ ψηλά. Κρατούσε την ψυχή του καθαρή «άπό παντός μολυσμου σάρκας και πνεύματος». Αγωνιζότανε στις επιθέσεις του εχθρού να μη τον αγγίξει η βρωμερή αμαρτία. Στο μυαλό του στριφογύριζαν πάντα τα λόγια τού Κυρίου μας που είπε:«Μακάριοι οί καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Ευτυχισμένοι δηλαδή και καλότυχοι είναι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά τους από τη βρώμα της ανηθικότητος διότι αυτοί θ' αξιωθούν να δούνε το Θεό στη Βασιλεία των Ουρανών. Η υπακοή του στο Γέροντα του και τους άλλους ήταν παραδειγματική. Αγωνίστηκε σκληρά νά κόψει «το δικό του θέλημα», που στηρίζεται στον εγωισμό. Είναι πολύ δύσκολο νά κόψη κανείς το θέλημα του. Αυτό το ξέρουν όσοι αγωνίζονται τον πνευματικόν αγώνα. Ο Αγιος Στυλιανός πολέμησε στο Μοναστήρι εκείνο σκληρά εναντίον των τριών εχθρών, της σάρκας, του κόσμου και του διαβόλου. Για να καταβάλει τον κάθενα από αυτούς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος, σκληρός και ανύστακτος.
Στις τρεις αυτές λέξεις κρύβονται ηρωισμοί και παλαίσματα υπεράνθρωπα.
Ετσι ο Αγιος Στυλιανός αποδεικνύεται λαμπρό αστέρι της ασκητικής ζωής.
Γίνεται παράδειγμα σε νεότερους και παλαιότερους. Ολοι τον θαυμάζουν και τον προβάλλουν σαν παράδειγμα. Τον έχουν σαν πρότυπο μιμήσεως.
Άλλα η αυστηρότης εκείνη του ασκητικού βίου δεν του ειναι αρκετή, θέλει να πλησίασει περισσότερο στην τελειότητα. Επιθυμεί, τώρα την πλήρη μόνωση τον αυστηρότατο ασκητισμό: τον αναχωριτισμό. Αποχαιρετάει τους αδελφούς μοναχούς στο Μοναστήρι και αποσύρεται ο Αγιος μακρυά σε έρημο και ακατοίκητο μέρος. Εκει στην έρημο κατασκηνώνει σ' ένα σπήλαιο.
Το νέο στάδιο της ασκητικής του ζωής είναι ουράνιας τελειότητος. Οι μέρες και οι νύχτες του κυλούν με λογισμούς, με σκέψεις και προσευχές για τον Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ολόψυχα το μεγαλείο του Θεού. Υμνεί την Αγία Τριάδα. Ζεί ενωμένος με τον Θεό! Τίποτε δεν διασπά την θεϊκή του γαλήνη.
Ολα όσα βρίσκονται γύρω του και όσα προβάλλουν στον μακρυνό του ορίζοντα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποδείξεις του Δημιουργού. Μελέτα τα δημιουργήματα του Θεού και δυναμώνει πιο πολύ ή πίστη του. Νοιώθει καλά εκείνο που λέγει ο Απόστολος Παύλος « Τά γάρ αόρατα του Θεό ο τοΐς ποιήμασι νοούμενα κ α θ ορά τ α ι ή τε άΐδιος αύτου δ ύ ν αμις καΐ θειότης».
Ο σημερινός άνθρωπος, δεν έχει την ευκαιρία να βλέπει τα έργα το Θεό, που τον βοηθούν στο να πιστεύει στο Θεό. Ζεί χωμένος μέσα στις τεράστιες πόλεις, μέσα στις πελώριες πολυκατοικίες ή στο θόρυβο των εργοστασίων. Απομακρύνθηκε έτσι από τη φύση, απομακρύνθηκε από τα δημιουργήματα του. Βλέπει περιωρισμένα τα δικά του δημιουργήματα μόνον. Γι´αυτό απομακρύνεται από τον Θεό και λιγοστεύει η πίστη του συνεχώς.
Οι αστρονόμοι, οι οποίοι παρατηρούν συνεχώς τα ουράνια σώματα, τα πολυάριθμα άστρα, τα έργα του Θεό, είναι ευσεβείς και θεοφοβούμενοι. Ο μεγάλος αστρονόμος Κέπλερ, όταν άκουε το όνομα του Θεού, σηκωνόταν όρθιος και έβγαζε το καπέλλο του.
Και ο ερημίτης Στυλιανός εκεί στην ησυχία της έρημου είχε τον καιρόν να παρατηρεί τα δημιουργήματα του Θεού και να φιλοσοφεί επάνω σ' αυτά. Εβλεπε τον Δημιουργόν σε όλα, διότι εσκέπτετο, ότι ήταν αδύνατον να γίνει μόνος του αυτός ο τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ωραίος, σκόπιμος και αρμονικός. Εβλεπε τον Θεόν στα απειροπληθή άστρα του ουρανού, που στροβιλίζονται στο αχανές διάστημα με τόση ταχύτητα, άλλα και ακρίβειαν.
Εβλεπε τον Θεό στον γίγαντα της ημέρας τον ήλιο ο οποίος με το να κρατεί κανονική απόστασιν από την γή, δίδει με την θερμότητα του ζωή στους ανθρώπους, τα ζώα και σ' όλην την γύρω φύση. Εβλεπε τον Θεό στο νεράκι που κελλάριζε στις βρυσούλες του βουνού και τον δρόσιζε. Σκεφτόταν ότι το νερό αυτό ήταν κάτω στις θάλασσες και τους ωκεανούς και όμως η πανσοφία και παντοδυναμία του Θεού το ανεβάζει στο βουνό. Το εξατμίζει, το κάνει αραιότατο και ανάλαφρο σύννεφο. Το μεταφέρει με τον αέρα στα βουνά, το κάνει ψηλή βροχούλα, το ραντίζει σε όλο τό πρόσωπο της γης και την ποτίζει. Το εναποθηκεύει στα σπλάχνα των ορέων σε τεράστιες αποθήκες και το δίδει λίγο - λίγο στις βρυσούλες, που τρέχουν συνεχώς! Εβλεπε τον Θεό στα αναρίθμητα ζώα τα μικρά και τα μεγάλα, που δημιούργησε ο Θεός «κατά γένος και κατά είδος». Κοίταζε την ποικιλίαν των δένδρων και των φυτών και σκεφτόταν, αν δεν τα έφτιαχνε αυτά ο Θεός, θα ήταν αδύνατον η ζωή των ανθρώπων και των ζώων. Διότι όλα αυτά τρέφονται από το φυτικόν βασίλειον.
Τα έβλεπε όλα αυτά και αναφωνούσε με τον Δαυίδ: «Οι ουρανοί διηγούνται δό ξαν Θεού ποίησιν δέ χειρών αυτού αναγγέλλει τό στερέωμα». Ξεσπούσε κατόπιν σε δοξολογία, λέγοντας: «Ώ ς έμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε! Πάντα έν σοφία έποίησας. Επληρώθη ή γη της κτίσεως Σου»!
Δύο βιβλία διάβαζε συνεχώς στην έρημο: το βιβλίο της φύσεως και το βιβλίον της Αγίας Γραφής. Η καρδιά του, η διάνοια του, η ψυχή του, όλη ή ύπαρξης του είναι ολόθερμα δοσμένη στον Θεό. Θείο και ιερό ρίγος διαπερνά την ασκητική σάρκα του, καθώς η ψυχή του εμβαθύνει στο κάλλος της θείας Δημιουργίας. Το άγιο πάθος της αγάπης του οσίου Στυλιανού προς το πανάγιο Ονομα του Θεού τον συγκλονίζει. Ολη η δύναμη του είναι συγκεντρωμένη στη θεία αυτή αγάπη. Εγκαταλείπει έτσι ό Αγιος το σαρκικό εγώ του. Παύει να φροντίζη για την τροφή του. Γίνεται όλος ακμή πνεύματος και ψυχής. Μπορεί να πει και αυτός «ζω δέ ούκέτι έγώ, ή δέ έν έμοί Χριστός». Τρεφόταν με χόρτα της ερήμου. Και όταν δεν υπήρχαν αυτά, ο Θεός δεν τον άφηνε. Ο Θεός, που θαυματουργεί δια τους Αγίους και μέσω των Αγίων, δεν άφηνε τον σεβάσμιο όσιο να εξαντληθεί από την πείνα. Τον κράτησε στην ζωή στέλνοντας του τροφές με τους αγγέλους, όπως έστελνε και στους άλλους Αγίους, στον Προφήτη Ηλία, τον Αγίο Μάρκο τον Αθηναίο τον φιλόσοφο και λοιπούς.
Πολλά χρόνια έζησε τη σκληρή ζωή του άναχωρητού. Πάλεψε στην έρημο έπι δεκαετίας ολόκληρες σκληρά με τον διάβολο και τον εαυτό του. Πάλεψε να ξεριζώσει τα πάθη του, να απόκτησει τις αρετές και να φθάσει στην αγιότητα που θέλει ο Θεός, ο Οποίος είπε: «γίνεσθε Αγιοι, ότι Εγώ Αγιος ειμί».
Ο Δημιουργός ήθελε να ζήσει ακόμη ο Αγιος Στυλιανός, για να λαμποκοπάει με την αρετή του και να παραδειγματίζει με την αυστηρότητα της ασκητικής του ζωής. Ηθελε η έμψυχος εκείνη στήλη της εγκράτειας, ο φωτεινός λύχνος της ερήμου, να λάμψει σ' όλα τα πέρατα της γης. Ηθελε ο Θεός να φανούν οι ποικίλες αρετές του. Ο λύχνος όμως πρέπει να βρίσκεται ψηλά, για να φέγγει σ' όλους και όχι να κρύβεται και να χάνεται η λάμψη του. Ετσι και εκείνοι, που φεγγοβολούν με τις αρετές τους, τους φανερώνει ο Θεός για να γίνονται φως στο δρόμο της ζωής των άλλων. Ετσι και ο Αγιος Στυλιανός, άφου με τους σκληρούς ασκητικούς αγώνας του στολίστηκε με τις αρετές και ήταν σαν λαμπάδα, με το γλυκό και ζεστό φως, άφου έφθασε σε ύψη δισθεώρητα αρετής, μπορούσε να χύσει στο λαό το ιλαρό φως της αγιότητος του, προς δόξαν Θεού και σωτηρίαν ανθρώπων. Ο δίκαιος Θεός θα έδειχνε ακόμη στον κόσμο πως αντιδοξάζει εκείνους, που λατρεύουν το όνομα Του και Τον δοξάζουν.
Διαδόθηκε, λοιπόν, η φήμη του Αγίου Στυλιανού παντού. Πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη συνέρρεαν μ' ευλάβεια προς τον Αγιον για να θαυμάσουν την αγιότητα του και ν' αποκομίσουν ψυχικά και σωματικά αγαθά. Η αγία του μορφή, τα σοφά του λόγια, οι προτροπές του άλλαξαν την ζωή πολλών ανθρώπων. Πολλοί ήταν εκείνοι που γοητευμένοι από την ασκητικότητα του, εγκατέλειπαν τον κακό εαυτό τους και μετανοούσαν και αναγεννιόνταν ψυχικά. Συγκινητικές ήταν οι εκδηλώσεις των Χριστιανών που τον επισκέπτονταν στην έρημο, εκεί στο ασκητήριο του. Ηξερε να γαληνεύει τις ταραγμένες ψυχές. Κοντά του έτρεχαν και άλλοι ασκητές για να ενισχυθούν με τα λόγια του και την λάμψη του στο σκληρό ασκητικό βίο. Εγνώριζεν ο Αγιος Στυλιανός, ότι για να κερδίσει κανείς την Βασιλεία των Ουρανών πρέπει να έχει την ψυχή του, σαν την ψυχή των μικρών παιδιών. Του έκαναν εντύπωση τα λόγια του Κυρίου: «Έαν μή στραφήτε καί γένησθε ώς τα παιδία ού μή είσέλθητε είς τήν Βασιλείαν τών Ουρανών». «Τών γαρ τοιούτων εστίν, ή Βασιλεία του θεού», τών μικρών παιδιών δηλαδή που είναι αθώα. Ηξερε, ότι τα παιδιά έχουν αγγελικές ψυχές. Το κτυπάει ο πατέρας του και πάλι πηγαίνει σ' αυτόν. Τον κτυπάει ο φίλος του και δεν του κρατάει κακία, αλλά σε λίγο πάλιν παίζουν μαζί. Ενώ οι μεγάλοι το κρατούν σαν καμήλα μέσα τους. Γι´αυτό ήθελε να τα βοηθάει, να τα προστατεύει τα παιδιά. Και στην αγία του εκείνη επιθυμία ο Παντογνώστης Θεός του έδωσε την Χάρη Του, να μπορεί να κάνει θαύματα.
Ο Θεός βράβευσε το ιερό του αίσθημα και του έδωσε την θαυματουργική δύναμη να θεραπεύει τα ασθενεί παιδιά. Μητέρες από κοντινά και μακρινά μέρη, με φορτωμένα στους ώμους ανάπηρα και άρρωστα παιδιά έτρεχαν, με πόνο καί πίστη, κοντά στον Αγιο για να ζητήσουν την θεραπείαν των παιδιών τους. Μέρες ολόκληρες βάδιζαν μέσα σ' έρημα μέρη για να βρουν την δοξασμένη από τον Θεό ασκητική σπηλιά του Αγίου Στυλιανού. Και όταν έφθασαν εκεί, με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του Γέροντα ασκητή, δόξαζαν τον Θεό, που τον συνάντησαν και τον παρακαλούσαν να γιατρέψει τά παιδιά τους. Ο Αγιος Στυλιανός γεμάτος καλωσύνη και συμπόνοια έπαιρνε τ' άρρωστα νήπια στα χέρια του και με μάτια δακρυσμένα παρακαλούσε το Θεό να τα γιατρέψει. Ο Δεσπότης των Ουρανών άκουγε την ολόψυχη προσευχή του και ο Αγιος θαυματουργούσε. Παιδιά άρρωστα εύρισκαν την υγειά τους.
Παθήσεις διαφόρων ειδών εξαφανίζονταν. Μπροστά στη δύναμη του Θεού καμιά αρρώστια δεν μπορούσε ν' αντισταθεί. Μανάδες έκλαιγαν από χαρά έξω από το ασκητήριο του. Και άλλες καταφιλούσαν με σεβασμό και ευγνωμοσύνη το χέρι του Αγίου γέροντα, δοξάζοντας τον Θεόν. Δοξολογούσε κι' εκείνος ακατάπαυστα το Αγιο Ονομα Του και τον ευχαριστούσε για τα θαύματα αυτά, που τον αξίωνε να κάνει. Επειτα γεμάτος στοργή κοίταζε τα αθώα πλασματάκια που είχαν λυτρωθεί από την αρρωστιά. Ενα γλυκό χαμόγελο, χαμόγελο αγγελικό άνθιζε στο πρόσωπο του σεβασμίου ασκητού. Τα θαύματα όμως αυτά γινόταν γνωστά σ' όλα τα μέρη και κόσμος πολύς έτρεχε στον Αγιο Στυλιανό για να τον παρακάλεσει να γιατρέψει από κάποια ασθένεια τα παιδιά του.
Ετσι δόξαζε ο Αγιος Θεός το όνομα του οσίου Στυλιανού που αφιέρωσε την ζωή του για την δόξα του Θεού. 'Αλλά δεν ήταν μόνο τα θαύματα της θεραπείας των παιδιών που δόξαζαν το όνομα του ταπεινού Αγίου Στυλιανού. Ο Αγιος απέκτησε φήμη ως θαυματουργού, διότι έκανε τους άτεκνους εύτεκνους, με την προσευχή του. Με την προσευχή του Αγίου Στυλιανού πολλές στείρες τεκνοποιούσαν. Πολλοί πιστοί Χριστιανοί με την ευλογία του, αν και ήταν άτεκνοι πρωτύτερα, απέκτησαν ωραία και γεμάτα υγεία παιδιά.
Πολλοί μάλιστα καλοί Χριστιανοί και μετά την κοίμηση του, επικαλούμενοι το όνομα του Αγίου και ζωγραφίζοντες σαν τάμα την εικόνα του, απέκτησαν παιδιά, αν και είχαν χάσει την ελπίδα πια να τεκνοποιήσουν.
Εν' τώ μεταξύ άπ' όλα τα μοναστήρια πήγαιναν στον γέροντα ασκητή για να ευφρανθούν κοντά του, το άρωμα της αγιότητας του. Μοναχοί και ασκητές ζητούσαν από τον Αγιο δάσκαλο συμβουλές, για το πως πρέπει να αντιμετωπίζουν τους πειρασμούς και πως να επιβάλλουν την γαλήνη στα κοινόβια τους. Ολοι τον έβλεπαν σαν πρότυπο αγίας ασκητικής ζωής. Η προσωπικότητα του ήταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη και άστραφτε από ουράνιο κάλλος.
Και εκείνος ακούραστος με αγγελική γαλήνη τους δίδασκε, τους καθοδηγούσε, τους γέμιζε την καρδιά, τους στερέωνε στην πίστη, τους διέλυε τις αμφιβολίες. Ειρήνευε με τις συμβουλές του από μακρυά όσα μοναστήρια είχαν εσωτερικές διχόνοιες. Ετσι έζησε κι έτσι δόξασε τό όνομα του Θεού και δοξάσθηκε από τον Ουράνιο Πατέρα ο Αγιος Στυλιανός. Οταν έφθασε σε βαθειά γεράματα, έστειλε ο Θεός τους Αγγέλους Του και πήραν την αγίαν του ψυχή, για να την αναπαύσουν από τους πολύχρονους κόπους, τις στερήσεις και την σκληρότητα της ασκητικής ζωής. Κοιμήθηκε, λοιπόν, ο Αγιος πλήρης ημερών και αρετών.
Που τον έθαψαν, δεν γνωρίζουμε, ούτε διεσώθηκαν άλλα στοιχεία από την κουρασμένη και αγιασμένη ζωή του. Εμεινε όμως το όνομα του. Τον σέβεται και τον τιμά όλη η Ορθόδοξη Χριστιανωσύνη. Τον επικαλούνται στις ανάγκες τους και προπάντος για τα άρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στο όνομα του μεγαλοπρεπείς Ναούς. Στην Αθήνα υπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοί του Αγίου Στυλιανού στον Γκύζη και στον Καρρέα. Τα θαύματα του Αγίου συνεχίζονται και μετά την κοίμηση του. Και σήμερα ο Αγιος Στυλιανός εξακολουθεί να είναι προστάτης των παιδιών. Λένε μάλιστα, ότι από την λέξη "στυλώνει" που σημαίνει "στηρίζει τη υγεία των παιδιών".
Ο Αγιος εικονογραφείται με ένα νήπιο σπαργανωμένο στην αγκαλιά του που συμβολίζει, ότι είναι ο προστάτης των νηπίων. Η μνήμη του Αγίου Στυλιανού εορτάζεται στις 26. Νοεμβρίου.
|
28 ***
Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ :
Βιογραφία
Ο λαοφιλής Άγιος Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς. Ο πατέρας του, μάλιστα, πέθανε μαρτυρικά για το Χριστό όταν ο Γεώργιος ήταν δέκα χρονών. Η μητέρα του τότε τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε και τα κτήματα της. Όταν έγινε 18 χρονών, στρατεύθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Αν και νέος στην ηλικία, διεκπεραίωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις τέλεια. Όλοι τον θαύμαζαν για το παράστημα του. Γι' αυτό, γρήγορα τον προήγαγαν σε ανώτερα αξιώματα και του έδωσαν τον τίτλο του κόμη και ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
Ομολογητής
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 283 μ.χ., η Χριστιανική Εκκλησία μεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί επικρατούσε ειρήνη. Οι Χριστιανοί πήραν πολλές δημόσιες θέσεις, έκτισαν πολλούς και μεγάλους ναούς, διάφορα σχολεία και οργάνωσαν την διοίκηση και τη διαχείριση των εκκλησιών και της φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός αρχικά εργάστηκε για την οργάνωση του κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς για βοηθούς του που τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσσαρες κι αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του κράτους και να σταθεροποιήσει τα σύνορα του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς, στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής Θρησκείας για να ανορθώσει την ειδωλολατρία. Γι' αυτό το λόγο λοιπόν, κάλεσε τους βοηθούς του Καίσσαρες το 303 μ.χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Ανάμεσα τους βρισκότανε και ο 28χρονος Γεώργιος, που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της Χριστιανικής πίστης. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σε όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική Θρησκεία από το Ρωμαϊκό κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος σηκώθηκε και είπε: «Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χυθεί αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους Χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα»; Και διακήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής Θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις τέλειωσε, όλοι συγχυστήκανε μ' αυτή την ομολογία του και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε, καταπραΰνοντας έτσι και τον Διοκλητιανό. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διακήρυσσε την Χριστιανική του πίστη.
Στη φυλακή
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή κα να του περισφίγξουν τα πόδια στο ξύλο και αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα, να βάλουν πάνω στο στήθος του μεγάλη και βαριά πέτρα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο για να τον ανακρίνει . Και πάλι αυτός έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις του αυτοκράτορα διακήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Ο Διοκλητιανός οργίστηκε από τα λόγια του και διέταξε τους δήμιους να δέσουν τον Άγιο σε ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστεί το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύτηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα. Ο Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστεί και δέχτηκε με ευχαρίστησε να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, που χώριζε σε μικρά λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που μοιάζανε με μαχαίρια. Πραγματικά μόλις ο τροχός κινήθηκε τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε : «Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον Άγιο, λύνοντας τον από τον τροχό και θεραπεύτηκε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημα του, με όψη αγγελική, παρουσιάστηκε στον Διοκλητιανό που είχε πάει με άλλους να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μερικοί δε ισχυριζόντουσαν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Καθώς όμως σχολιάζανε το γεγονός, εμφανίστηκαν μπροστά στον βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολέοντας και ο Ανατόλιος (βλέπε 23 Απριλίου) με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε αμέσως.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και αφού ρίξουν μέσα τον Γεώργιο, να τον αφήσουν μέσα τρεις μέρες και τρεις νύχτες έτσι που να διαλυθούν και τα κόκκαλα του.
Πραγματικά οι δήμιοι ρίξανε τον Άγιο στον ζεματιστό ασβέστη και κλείσανε το στόμα του λάκκου. Μετά από τρεις μέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες να ανοίξουν το λάκκο. Με μεγάλη τους έκπληξη όμως βρήκαν τον Γεώργιο όρθιο, μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό, που φώναζε: «Ο Θεός του Γεωργίου είναι μεγάλος». Ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, που έμαθε τις μαντικές τέχνες και πως τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι τα γεγονότα ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης και δύναμης και όχι μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και τον εξαναγκάσουν να περπατά. Ο Άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφτηκε να φωνάξει του άρχοντες για να συσκεφτούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιο. Και αφού τον δείρανε τόσο πολύ με μαστίγια και καταπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του Αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, που έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ότι το φαινόμενο αυτό οφειλόταν στις μαγικές του ικανότητες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο (βλέπε 23 Απριλίου), για να λύσει τα μάγια του Γεωργίου.
Αβλαβής από το δηλητήριο
Ήλθε, λοιπόν ο μάγος Αθανάσιος, κρατώντας στα χέρια του δύο πήλινα αγγεία, όπου υπήρχε δηλητήριο. Στο πρώτο αγγείο το δηλητήριο προξενούσε τρέλα, ενώ στο δεύτερο τον θάνατο.
Αμέσως οδήγησαν τον Άγιο στον Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιει το πρώτο δηλητήριο. Ο Άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου, αφού προηγουμένως προσευχήθηκε , λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμον τι πίωτιν, ου μη αυτούς βλάψει, θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε απολύτως τίποτα!
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε απολύτως τίποτα, ο βασιλιάς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο αγγείο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθει το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι από αυτό το θαύμα. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επειμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια, αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα, ομολόγησε την πίστη του στον αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα (βλέπε 21 Απριλίου), που ομολόγησε την πίστη της στον αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου
Ο Άγιος Γεώργιος κλείστηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στ' όνειρο του τον Χριστό, που του ανάγγειλε ότι θα πάρει το στεφάνι του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχτηκαν οι στρατιώτες από τον ο Διοκλητιανό να παρουσιάσουν μπροστά του τον Άγιο. Πραγματικά ο Άγιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφτασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός, του πρότεινε να πάνε στον ναό του Απόλλωνα για να θυσιάσει στο είδωλο του. Όταν μπήκε ο Άγιος στον ναό, σήκωσε το χέρι και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως τούτο έπεσε και έγινε κομμάτια.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν, που φώναζαν στον βασιλέα να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έβγαλε διαταγή και του έκοψε το κεφάλι.
Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα μαζί με αυτό της μητέρας του Αγίας Πολυχρονίας (βλέπε 23 Απριλίου) και το μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Κατά την Εκκλησία μας, ο ένδοξος αυτός μεγαλομάρτυρας είναι ο μαργαρίτης ο πολύτιμος, ο αριστεύς ο θείος, ο λέων ο ένδοξος, ο αστήρ ο πολύφωτος, του Χριστού οπλίτης, της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος.
Τα θαύματα του Αγίου
α) Η μεταφορά της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να την στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρο της τον Άγιο, που μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στην θάλασσα . Η κολώνα βρέθηκε στην Ρώμη με μια επιγραφή να τοποθετηθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
β) Σωτηρία ενός αιχμαλώτου στρατιώτη
Στην Παμφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστεί προς τιμή του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να δίνει το όνομα του σ' ένα από τα αρσενικά παιδιά της. Τούτο συνέβη και σε μια ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της που ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό, και όταν έγινε είκοσι χρόνων τον κάλεσαν στο στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί Χριστιανοί μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, έπεσαν σε ενέδρα, και από αυτούς άλλους έσφαξαν, άλλους έκαμαν υπηρέτες και άλλους πώλησαν δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, που τον εκτίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν θερμά τον Θεό να τους φανερώσει τι απέγινε το αγαπημένο τους παιδί.
Αλλά και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίστηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου και οι γονείς, που πάντα είχαν την ελπίδα ότι το παιδί τους ζει, κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο.
Εκείνη την ημέρα ο αξιωματικός του Γεωργίου του ζήτησε να του πλύνει τα πόδια πριν από το φαγητό και γι' αυτό ο Γεώργιος πήγε να ζεστάνει νερό. Όλη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο του που γιόρταζε να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το ετοίμασε για τον αφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ο Άγιος έφιππος σ' ένα άσπρο άλογο και αφού ανέβασε τον νέο σ' αυτό αμέσως, τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρίσκονταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι τότε έκθαμβοι και όταν εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια, όλοι γεμάτοι χαρά δόξασαν το Θεό.
γ) Η επιστροφή του γιου της χήρας
Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου, που όλοι θα βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία. Πραγματικά οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ αυτών που αιχμαλώτισαν ήταν και ένας πολύ ωραίος νέος, ο γιος μίας πλούσιας χήρας. Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμιράν της Κρήτης που τον έβαλε υπηρέτη της τράπεζας του.
Η μάνα του από την στιγμή που χάθηκε ο γιος της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν βράδυνε να εκπληρώσει τον πόνο της πονεμένης μάνας. Και ενώ ο νέος ετοιμαζόταν να προσφέρει κρασί στον Αμιράν, ο Άγιος Γεώργιος τον άρπαξε και το μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους. Όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθέρωσης.
δ) Ευεργέτης, αλλά και τιμωρός
Στην Παμφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος ναός προς τιμή του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα, γι' αυτό τα άλλα το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρακάλεσε να το βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του προσφέρει ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με τα άλλα παιδιά που τα νίκησε. Αμέσως πήγε στο σπίτι του και μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφτηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Τι τα θέλει αυτά ο Άγιος; Μήπως πρόκειται να τα φάει;» Εκάθησαν, λοιπόν, και έφαγαν του σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν μπορούσαν να σηκωθούν, γιατί είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν, αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, να δώσει ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν' απελευθερωθούν. Μόλις βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου είναι πολύ ακριβά, γι' αυτό και εμείς δεν θα ξαναγοράσουμε τίποτα από εσένα».
ε) Τιμωρία του Σαρακηνού
Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας, επειδή θα έμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα να συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απαίτησε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρακάλεσαν να μην βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ' ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις παρακολουθεί. Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία, αμέσως πέθαναν όλες. Τότε το θαύμα διαδόθηκε , ο δε Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι το πρωί που ήλθε ο ιερέας για να λειτουργήσει. Στη διάρκεια της λειτουργίας, την ώρα της μετουσίωσης των τιμίων δώρων, ο Σαρακηνός είδε όραμα ότι ο ιερέας αφού πήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί, το έσφαξε και το αίμα του χύθηκε στο Άγιο ποτήρι, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά κομμάτια το έβαλε στο ιερό δίσκο. Όταν τέλειωσε το κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτό ζήτησε να μάθει λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις. Ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία ευχαριστία, και ακόμα του είπε ότι αξιώθηκε να δει ένα όραμα που μόνο οι μεγάλοι πατέρες είδαν. «Εγώ - του λέει ο ιερέας - δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και μόνο άρτο και κρασί βλέπω». Εξήγησε κατόπιν στον Άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθεί γιατί πίστεψε ότι η Χριστιανική πίστη ήταν η πιο αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθεί, γιατί όταν θα το μάθαινε ο θείος του , που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε και θα άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στα Ιεροσόλυμα όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλευσε να γίνει μοναχός στο όρος Σινά. Και πραγματικά έτσι έγινε.
Ύστερα από τρία χρόνια πήρε άδεια από τον ηγούμενο του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθεί. Όταν έφτασε εκεί ο ιερέας δεν τον αναγνώρισε. Αφού του αποκάλυψε ποιός ήταν, του εξέφρασε την επιθυμία του να δει τον Χριστό. Ο ιερέας δόξασε τον Θεό και του είπε: «πήγαινε παιδί μου στον θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ' αυτόν όσο και σ' άλλους Σαρακηνούς». Ο μοναχός σαν τα άκουσε αυτά συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν άρχοντας. Όταν έφτασε εκεί, περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξτε εδώ Σαρακηνοί, διότι θέλω να σας μιλήσω». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον μοναχό, ρώτησαν τι είχε να τους πει. Ο μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ρωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιράν, πού έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απάντησαν. «Αν μας πεις που βρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεφτά θέλεις». Ο μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν τον μοναχό, τον οδήγησαν με μεγάλη χαρά στον Αμιράν. «Αυτός ο μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανιψιός σου», του είπανε. Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στ' αλήθεια ξέρει που βρίσκεται. «Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο πνεύμα, τη μία θεότητα και ομολογώ ότι ο υιός του Θεού σαρκώθηκε από την παρθένο Μαρία και έκαμε στον κόσμο μεγάλα θαυμάσια και αφού σταυρώθηκε και πήγε στους ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατέρα, πρόκειται να έλθει ξανά για να κρίνει ζωντανούς και πεθαμένους». Μόλις άκουσε αυτά ο θείος του Αμιράς τούπε: «Τί έπαθες, ταλαίπωρε μου, να αφήσεις το σπίτι σου , τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στην θρησκεία σου και παραδέξου σαν προφήτη σου τον Μωάμεθ για να επανέλθεις ξανά στην προηγούμενη σου κατάσταση». Ο μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα που ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο φόρεμα μου είναι το καύχημα και ο πλούτος μου. Το Μωάμεθ που σας πλάνεψε και τη θρησκεία του, αποστρέφομαι εντελώς».
Σαν τα άκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους Σαρακηνούς που παρευρίσκονταν εκεί, ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκαμε για να τον γλιτώσει από το νόμο που προέβλεπε θανατική ποινή στους υβριστές της θρησκείας. Εκείνοι μόλις άκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που ύβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Άς αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνουμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάμουν ότι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν, τρίζοντας τα δόντια από την λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν κι ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου μας. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητή Σαρακινού.
Κάθε νύχτα πάνω από τον σωρό από τις πέτρες , φαινόταν ένα άστρο λαμπρό που φώτιζε τον κόσμο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμασαν το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωσε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το Άγιο λείψανο του μάρτυρα από τις πέτρες για να το θάψουν. Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες, βρήκαν το λείψανο «σώον και αβλαβές» και ανάδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια, το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες στον Κύριο.
στ) Η κόρη του βασιλιά γλιτώνει από τον δράκοντα
Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ Χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς Χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατάτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απόφευγαν να περνούν από εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό και πήγε για να σκοτώσει το άγριο θηρίο. Όμως δεν πέτυχε και επέστρεψε άπρακτος.
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε στο πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να σκοτώσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των Θεών. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα με την εντολή τους, θα πρέπει ο καθένας μας να στέλλει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν έλθει η σειρά της». Έτσι, λοιπόν, ο λαός υπάκουσε στην διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώτικα. Έστελναν, δηλαδή τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά, ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του και το πρόσωπο του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Το χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που θα δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο, που σε λίγο θα νοιώσεις σαν σε κατασπαράζει το θηρίο; Αλίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα γιόρταζα τους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πως θα ζήσω μακριά σου; Τι την θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε και ακόμα την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μια χάρη. Να μου χαρίσετε το μονάκριβο παιδί, αλλιώτικα αφήστε και εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλεία, γιατί αυτός ήταν που έβγαλε την διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά του τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί και στο παιδί του η διαταγή του.
Σαν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά ο βασιλιάς, την συνόδευσε μέχρι την πύλη της πόλης. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσει στην λίμνη. Πραγματικά οι άνθρωποι την άφησαν και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στην λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνο τον καιρό ο μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδας στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από μια εκστρατεία που έκανε μαζί με τον Διοκλητιανό. Από Θεού θέλημα πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό, θέλησε να ποτίσει το άλογο του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο, την πλησίασε και την ρώτησε γιατί έκλεγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρακάλεσε να καβαλήσει το άλογο του και να φύγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε γιατί κινδύνευε να χάσει την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος. Ο Άγιος επέμενε να μάθει τι της συνέβηκε. Και αυτή του είπε: «Είναι μεγάλη η αφήγηση, κύριε μου, και δεν μπορώ να σου τα αφηγηθώ όλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην πεθάνεις άδικα μαζί μου». Και ο Άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό, που πιστεύω εγώ , ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο, αλλιώτικα θα πεθάνω και εγώ μαζί σου».
Τότε η κόρη αναστέναξε πικρά και διηγήθηκε στον Άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε εκείνος τα γεγονότα, ρώτησε την κόρη: «Σε ποιο Θεό πιστεύουν ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός;» Και εκείνη του αποκρίθηκε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μην φοβάσαι ούτε και να κλαίς. Μόνο πίστεψε στον Χριστό, που πιστεύω εγώ, και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον Άγιο: «Πιστεύω, κύριε μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο Άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στον Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμη του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμα θα διώξουν τον φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε, λοιπόν, εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξε μου».
Τότε ο Άγιος έκλεινε τα γόνατα του στη γη και αφού σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε: «Ο Θεός ο Μεγάλος και Δυνατός που κάθεται πάνω στα χερουβίμ και επιβλέπει αβύσσους, που είναι ευλογητός και υπάρχει στους αιώνες, συ γνωρίζεις ότι οι καρδίες είναι μάταιες, Συ φιλάνθρωπε Δεσπότη και κύριε επίβλεψε και τώρα σε μένα τον ταπεινό και ανάξιο δούλο σου και φανέρωσε μου τα ελέη σου. Κάνε να υποτάξω το φοβερό αυτό Θηρίο για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός». Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που του είπε. «Εισακούστηκε η δέηση σου Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θα είμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη φώναξε: «Αλλοίμονο μου , κύριε μου! Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξει».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο που παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Αμέσως ο Άγιος έκανε το σημείο του τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομα Σου το Άγιο» . Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του αλόγου του Αγίου και βρυχούταν. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα, ένοιωσε χαρά μεγάλη. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε με αυτή τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλίτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογο του, είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο θέαμα, την κόρη δηλαδή να σέρνει δεμένο τον δράκοντα, τράπηκαν σε φυγή. «Μη φοβάσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας» τους είπε ο Άγιος. Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν, να πιστέψουν στον αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα, την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, κατάφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το Θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιόχειας τον επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και όλο το λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίστηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό, έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία στο όνομα του Θεού. Ο Άγιος πήγε να την δει. Μόλις μπήκε στο Άγιο βήμα και προσευχήθηκε, βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίστηκε ευωδία στον ναό. Η πηγή αυτή σώζετε μέχρι σήμερα.
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλιά και το λαό, έφυγε για την πατρίδα του την Καππαδοκία. Στο δρόμο του συνάντησε το διάβολο μετασχηματισμένο σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε δύο ραβδιά στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε, λοιπόν με ταπείνωση στον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο διάβολος και του είπε: «Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Αν δεν ήσουνα ο πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρεις, αφού ποτέ ξανά δεν με έχεις δει». Ο διάβολος απάντησε: «Πώς τολμάς να υβρίζεις του αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε αποκρίθηκε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος, ακολούθησε με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό, να μην μετακινηθείς από την θέση σου». Μόλις τέλειωσε το λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και φώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνεις». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του Σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε τη γη από τα νερά ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα από την περηφάνια μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου , Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τη χάρη που σου δόθηκε και ήθελα να σε παραπλανήσω για να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό εζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ. Σε παρακαλώ Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενη μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ' ευχαριστώ Κύριε μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, που πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απόλυσε το πονηρό πνεύμα.
Θαυματουργικές εικόνες του Αγίου Γεωργίου στην ιερά μονή του Ζωγράφου στο Άγιο Όρος
α) Η εικόνα που μεταφέρθηκε από τη Μονή Φανουήλ
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλύτερη Λιγχίδα, που μετονομάστηκε αργότερα σε Αχρίδα. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κόσμο, τον πλούτο, τη δόξα και να πάρουν το αγγελικό σχήμα. Έφτασαν στο Άγιο Όρος και αφού βρήκαν ήσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, όπου έμεναν για αρκετό διάστημα και συναντιόνταν μόνο την Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι' αυτό πολλοί έρχονταν κοντά τους και δεν έφευγαν.
Βρήκαν ένα χώρο όπου έκτισαν μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον ναό σκέπτονταν πως να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα, αρχιεπίσκοπο Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας γενικά ήθελε να δώσει στο ναό το όνομα του Αγίου, που έτρεφε μεγαλύτερη ευλάβεια. Επειδή, λοιπόν, δεν συμφωνούσαν αποφάσισαν να προσφύγουν στην προσευχή στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός για να αποφασίσει για να διατάξει σε ποιο από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν το ναό και ποιαν εικόνα θα ζωγραφίσουν στο ξύλο που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν και οι τρεις, ο καθένας στο ησυχαστήριο του. Στην διάρκεια που προσεύχονταν διαχύθηκε από τον νεόκτιστο ναό ένα ασυνήθιστο φως, λαμπρότερο από τις ακτίνες του ήλιου γύρω από τα κελιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβο και απορία και έμειναν προσευχόμενοι όλη νύχτα.
Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην εκκλησία είδαν με θαυμασμό ότι στο ξύλο που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, ζωγραφίστηκε η εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Απ' αυτή μάλιστα έβγαινε η λάμψη που φώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν, αφιερώθηκε η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιο και η μονή ονομάσθηκε Ζωγράφου.
Η θαυματουργή εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στην Συρία κοντά στη Λύδδα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του καθηγούμενου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός θέλησε, να τιμωρήσει τη Συρία και να την παραδώσει στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνας ξαφνικά αποχωρίσθηκε από το ξύλο και αφού υψώθηκε κρύφτηκε σε άγνωστο μέρος. Οι μοναχοί τότε, επειδή φοβήθηκαν και λυπήθηκαν από το θαύμα, αφού γονάτισαν, προσεύχονταν στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψει που κρυβόταν το πρόσωπο του Αγίου Γεωργίου. Ο πανάγαθος Θεός άκουσε την δέηση των μοναχών και ο Άγιος παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και του είπε: «Μη λυπάστε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτό μου Μονή της Παναγίας στο Άθω. Αν θέλετε πηγαίνετε και εσείς προς τα εκεί, γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέσει πάνω στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ' όλη την Οικουμένη, επειδή οι Χριστιανοί αμαρτάνουν».
Αφού συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς ο καθηγούμενος ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα κάλεσε και τους προύχοντες της πόλης Λύδδας και τους ανάγγειλε όσα συνέβησαν σχετικά με την άγια εικόνα. Ύστερα του παράγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε, για την αγία πόλη των Ιεροσολύμων για να προσκυνήσουμε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου και ας γίνει το θέλημα Του. Σεις εγκατασταθείτε στην Μονή για να την προφυλάξετε».
Με δάκρυα ξεκίνησαν. Αφού έφτασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίο και αναχώρησαν για το όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασαν στην μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο ναό, με έκπληξη και θαυμασμό, είδαν την ζωγραφιά του Αγίου Γεωργίου, που είχαν στην μονή Φανουήλ, νάνε προσκολλημένη χωρίς καμιά αλλοίωση σ' ένα καινούργιο ξύλο. Τότε με συγκίνηση και δάκρυα γονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυρα Γεώργιε;» Οι μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβησαν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι δόξαζαν ολόψυχα τον Κύριο και τον Άγιο Γεώργιο. Τον δε καθηγούμενο Ευστράτιο τον έκαμαν Ηγούμενο τους.
Από τότε άρχισαν να γίνονται από την αγία εικόνα πολλά θαύματα. Γι' αυτό ο κόσμος πήγαινε στην μονή Ζωγράφου , να προσκυνήσει τον Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφό, που ήταν πολύ ευσεβής. Μάλιστα αποφάσισε να πάει προσωπικά στο Άγιο Όρος για να προσκυνήσει και χαρεί πνευματικά με τις ψυχοφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητές Μωυσή, Ααρών και Βασίλειο που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επισκέφτηκε τη Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρναβο. Με την πλούσια βοήθεια του άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η ιερά Μονή κατεδαφίστηκε από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η τωρινή Μονή κτίστηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαβίας Στέφανο.
Η Αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρο του δάκτυλου κάποιου ολιγόπιστου Επίσκοπου. Αυτός καταγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, απ' τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνας θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάει να διαπιστώσει αν πραγματικά ήσαν αληθινά αυτά που διαδίδονταν ή ήσαν εφευρέσεις των μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφτασε στο Άγιο Όρος πήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι μοναχοί εκεί τον υποδέχτηκαν με την πρέπουσα τιμή. Στην συνέχεια τον οδήγησαν στο ναό για να προσκυνήσει τον Άγιο Γεώργιο. Αλλά ο επίσκοπος αντί να φανεί ταπεινός και σεμνός φάνηκε περήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον ναό στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου και με αλαζονικό ύφος είπε προς τους μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγίου». Αμέσως όμως το δάκτυλο του κόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να το ξεκολλήσει. Η αγωνία του και ο φόβος του μεγάλωσαν όσο αγωνιζόταν να το ξεκολλήσει. Κάθε φορά που προσπαθούσε να το ξεκολλήσει ένοιωθε πόνους γιατί αυτό ήταν κολλημένο πολύ γερά. Στο τέλος ο δυστυχής επίσκοπος δέχτηκε, να του κόψουν το δάκτυλο του. Έτσι πήρε μια γεύση της γνησιότητας των θαυμάτων του Αγίου Γεωργίου.
β) Το θαλάσσιο ταξίδι της εικόνας από την Αραβία
Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Γεωργίου η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση:
Η αγία εικόνα ήρθε από την Αραβία και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπεδίου. Η απροσδόκητη άφιξη της εικόνας προκάλεσε ταραχή και θόρυβο στο Άγιο Όρος. Γιατί η φήμη ξάπλωσε γρήγορα και οι μοναχοί ερχόντουσαν απ' όλα τα μοναστήρια για να προσκυνήσουν την άγια εικόνα που με θαύμα φανερώθηκε στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε μοναστήρι επεδίωκε να αποκτήσει το θησαυρό αυτό και οι γέροντες αρνούνταν να την δώσουν στη Μονή Βατοπεδίου. Τελικά αποφάσισαν να βάλουν κλήρο και να δεχτούν την απόφαση της άγιας εικόνας. Πραγματική πήραν ομόφωνα απόφαση όλοι οι γέροντες να φορτώσουν την εικόνα σ' ένα ξένο και άγριο μουλάρι που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού το αφήσουν ελεύθερο να το ακολουθήσουν από μακριά. Εκεί που θα σταματούσε θα έπρεπε να μείνει η εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού οδήγησαν το μουλάρι στο δρόμο Θεσσαλονίκης - Αγίου Όρους το άφησαν στη θέληση του. Και το μουλάρι με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο πέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφτασε στην Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητο σ' ένα πολύ ωραίο λόφο.
Με τον τρόπο αυτό πληροφορήθηκαν όλοι ότι η θέληση του Αγίου Γεωργίου ήταν να μείνει η ιερή εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι μοναχοί δέχτηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματικό πανηγύρι την ιερή εικόνα και την τοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Το μουλάρι που μετέφερνε την άγια εικόνα πέθανε και το έθαψαν στον τόπο εκείνο . Σε ανάμνηση για τον ερχομό της ιερής εικόνας του Αγίου Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Αγίου.
γ) Αφιέρωση της Άγιας εικόνας από τον Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Στέφανο
Στο βορειοδυτικό κίονα, που στηρίζεται και ο τρούλος, είναι αναρτημένη και άλλη εικόνα του Αγίου Γεωργίου , που γι' αυτή υπάρχει η πιο κάτω χειρόγραφη διήγηση στην Μονή Ζωγράφου.
Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, όπως είναι γνωστό, συνέχεια πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τα αναρίθμητα Τούρκικα ασκέρια, για να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού φοβήθηκε. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή στο Θεό ζήτησε τη βοήθεια του. Στον ύπνο του εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος που ήταν λουσμένος σ' ένα λαμπρό θαυμάσιο φως και με μάτια που άστραφταν. Ο Στέφανος αν και κοιμόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριο σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριο συγκέντρωσε όλο το στράτευμα σου και οδήγησε το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα δεις την δύναμη του Θεού που πάντα σε βοηθά. Για το λόγο αυτό στάθηκα εδώ για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήσει και να σου αναφέρω ότι η δύναμη του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμα και εγώ θα σε βοηθήσω στην μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι στο όνομα μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την δική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».
Ο Στέφανος πήρε θάρρος από την εμφάνιση του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεση που του έδωσε ότι θα τον βοηθούσε με την βοήθεια της θείας χάρης. Αφού μάλιστα έφερε και την άγια εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων κτύπησε ξαφνικά σαν λαίλαπας τον όγκο των Οθωμανών και τους σύντριψε χωρίς χρονοτριβή.
Ύστερα από λίγο καιρό έστειλε και την άγια εικόνα στο Άγιο Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέληση του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ' αυτή πολλά αφιερώματα.
Κάποιος Ρώσος συγγραφέας αναφερόμενος στην άγια εικόνα του Αγίου Γεωργίου γράφει τα εξής: «Μέσα στο 15ο αιώνα φάνηκε και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου, Ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, και αγωνίστηκε πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών νικηφόρα. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να σώσει τους περίβολους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του που του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου ν' ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Αν δεν νικήσεις και δεν μπορέσεις να αντισταθείς σ' αυτούς στο πεδίο της μάχης πολύ λίγη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους». Εκείνο, λοιπόν, το βράδυ φάνηκε ο Άγιος Γεώργιος στο συγχυσμένο Στέφανο και του υποσχέθηκε ότι θα νικούσε. Επίσης τον διέταξε να αποστείλει την άγια εικόνα που είχε πάντα μαζί του στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίσει γιατί ήταν ήδη ερημωμένη. Η νίκη έστεψε το Στέφανο που εκπλήρωσε την εντολή του Αγίου Γεωργίου.
δ) Η θαυμαστή εικόνα του Αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην ιερά Μονή του Ξενοφώντα
Στο Άγιο Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοση και για την άγια εικόνα που υπήρχε στους χρόνους των ασεβών εικονομάχων, που με βασιλικά διατάγματα καίονταν οι άγιες και σεβαστές εικόνες.
Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέτες του παράνομου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίψουν και να τις ρίξουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την άγια αυτή εικόνα και την έριξαν στην φωτιά για να καεί. Αλλά μάταια κοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η άγια εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που η φωτιά έσβησε τελείως. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι η φωτιά πολύ λίγο άρπαξε τα φορέματα του Αγίου και το πρόσωπο του τίποτα δεν έπαθε απόρησαν. Ένας μάλιστα περισσότερο ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε καθαρό αίμα. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής Χριστιανός αφού παράλαβε την άγια εικόνα και ήλθε στην θάλασσα, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για να σταματήσει η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού γύρισε προς την Άγια εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του Χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, συ που και στη ζωή και μετά τον θάνατο έκαμες άφλεκτη την άγια εικόνα, διαφύλαξε την και τώρα από την θάλασσα και μετέφερε την όπου εσύ γνωρίζεις και επιθυμείς για να δοξασθεί ο Θεός μας». Και μόλις τελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα.
Ο Άγιος Γεώργιος φρόντισε ώστε η άγια εικόνα να φτάσει στο Άγιο Όρος, όπου και άλλες εικόνες οδήγησε η θεία πρόνοια. Η εικόνα τοποθετήθηκε κοντά στην Μονή Ξενοφώντα όπου έτρεχαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί μια μικρή Μονή αφιερωμένη στο Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Ακόμα σώζεται ο μικρός αυτός ναός, όπου οι μοναχοί σαν είδαν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου την μετάφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβεια. Ύστερα έκτισαν ναό κοντά στο μικρό ναό. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και μεγάλωσε και η Μονή ονομάσθηκε του Αγίου Γεωργίου. Οι μοναχοί γιορτάζουν καθημερινά μαζί με τον Άγιο Γεώργιο και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο και τους μνημονεύουν στις απολύσεις των ακολουθιών.
Η άγια εικόνα βρίσκεται στο μεγάλο Καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χωρού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξη του θαύματος φέρνει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ' αυτή. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που έκανε και κάνει ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
Σημείωση: Η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται στις 23 του Απρίλη. Εάν όμως το Πάσχα πέφτει μετά τις 23 Απρίλη, τότε η μνήμη του Αγίου γιορτάζεται την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Δικαινησίμου).
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Γεωργηθείς ὑπό Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργός Τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράγματα συλλέξας σεαυτῷ· σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνῃ θερίζεις· ἀθλήσας δὲ δι᾽ αἵματος, τὸν Χριστόν ἐκομίσω· καὶ ταῖς πρεσβείαις Ἅγιε ταῖς σαῖς, πᾶσι παρέχεις πταισμάτων συγχώρησιν.
|
29 ***
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ :
Βιογραφία
Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο τώρα κατεχόμενο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα - σημερινή Τρεμετουσιά - όπως γράφουν πολλοί) από οικογένεια βοσκών, που ήταν κάπως εύπορη. Αν και μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα. Συνέχισε και αυτός να είναι βοσκός.
Σαν χαρακτήρας, ο Άγιος, ήταν απλός, αγαθός, γεμάτος αγάπη για τον πλησίον του. Τις Κυριακές και τις γιορτές, συχνά έπαιρνε τους βοσκούς και τους οδηγούσε στους ιερούς ναούς, και κατόπιν τους εξηγούσε την ευαγγελική ή την αποστολική περικοπή. Ο Θεός τον ευλόγησε να γίνεται συχνά προστάτης χήρων και ορφανών.
Νυμφεύθηκε ευσεβή σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη. Γρήγορα, όμως, η σύζυγός του πέθανε. Για να επουλώσει το τραύμα του ο Σπυρίδων αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.
Μετά από πολλές πιέσεις, χειροτονήθηκε ιερέας. Και πράγματι, υπήρξε αληθινός ιερέας του Ευαγγελίου, έτσι όπως τον θέλει ο θείος Παύλος: «Ἀνεπίληπτον, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητας» (Α' προς Τιμόθεον γ' 2-7). Δηλαδή ακατηγόρητο, προσεκτικό, εγκρατή, σεμνό, φιλόξενο, διδακτικό, και να έχει παιδιά που να υποτάσσονται με κάθε σεμνότητα. Έτσι και ο Σπυρίδων, τόσο σωστός υπήρξε σαν ιερέας, ώστε όταν χήρεψε η επισκοπή Τριμυθούντος στην Κύπρο, δια βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.
Από τη θέση αυτή ο Σπυρίδων προχώρησε τόσο πού στην αρετή, ώστε τον αξίωσε ο Θεός να κάνει πολλά θαύματα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α' Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) και στην οποία συμμετείχε, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης. Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και με το αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος είπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός» και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ' το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας είχε ψηθεί αυτό. Όταν δε είπε: «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», έρρευσε κάτω νερό, δια του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.
Τα 648 μ.χ. η Κύπρος αντιμετώπιζε μεγάλες επιδρομές από τους Σαρακηνούς και το λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας (βλέπε 11 Φεβρουαρίου). Παρέμεινε στην βασιλίδα των πόλεων μέχρις ότου ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος λίγες μέρες πριν την πτώση πήρε τα δύο λείψανα και τα μετέφερε μέσω Σερβίας, Θράκης και Μακεδονίας στη Παραμυθιά της Ηπείρου. Τρία χρόνια περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Όλο αυτό το διάστημα είχε τοποθετήσει τα λείψανα σε σακιά με άχυρα και όποιος τον ρωτούσε τους έλεγε πως είναι τροφή για το υποζύγιό του. Το 1456 μ.Χ. έφτασε στην Κέρκυρα γιατί πίστευε πως τα λείψανα θα ήταν ασφαλισμένα. Τα Επτάνησα εκείνη την εποχή βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα συμπολίτη του πρόσφυγα τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη και του κληροδότησε το λείψανο του Αγίου.
Μετά τον θάνατο του ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης άφησε κληρονομιά στους γιούς του στο Λουκά και Φίλιππο το λείψανο του Άγιου Σπυρίδωνα Οι δύο αδελφοί θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο στην Βενετία. Η υπόθεση μάλιστα εκδικάστηκε από την Ενετική Γερουσία. Το ανώτατο δικαστικό όργανο του κράτους αποφάσισε ότι το λείψανο αποτελεί ιδιοκτησία των αδελφών, άρα διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα να το μεταφέρουν όπου εκείνοι επιθυμούν. Τελικά όμως η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε διότι υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τον Κερκυραϊκό λαό και το ανώτατο δικαστικό όργανο δεν επέμεινε και επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες στους λαούς οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τη Βενετική σημαία. Το 1512 μ.Χ. συντάχθηκε στην Άρτα δωρητήριο συμβόλαιο στο όνομα της Ασημίνας Καλοχαιρέτη, κόρη του Φιλίππου, η οποία παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και η οποία με τη σειρά της άφησε διαθήκη που χρονολογείται από τις 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ. και ορίζει πως το Ιερό Λείψανο του Αγίου παραμένει ως κληρονομιά στους γιούς της και στους απογόνους τους.
Ο ναός ο οποίος στεγάζει σήμερα το σκήνωμα του σγίου, κτίστηκε στα 1589 μ.Χ. και ανήκει στο ρυθμό της μονόκλιτης βασιλικής. Το ψηλό και πυργωτό καμπαναριό, ως συμπλήρωμα του ναού, κτίστηκε το 1620 μ.Χ. Το σημερινό τέμπλο του ναού, κατασκευασνμένο από μάρμαρο της Πάρου, κατασκευάστηκε το 1864 μ.Χ. και είναι έργο του αυστριακού αρχιτέκτονα Μάουερς. Η ουρανία είναι ζωγραφισμένη από τον Κερκυραίο ζωγράφο Νικόλαο Ασπιώτη το 1852 μ.Χ., ενώ οι εικόνες του τέμπλου είναι φτιαγμένες από τον επίσης Κερκυραίο ζωγράφο, Σπύρο Προσαλένδη. Η σημερινή λάρνακα φτιάχτηκε στη Βιέννη το 1867 μ.Χ. Είναι από σκληρό, πολυτελές ξύλο με εξωτερική ασημένια επένδυση. Βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στην κρύπτη, η οποία δημιουργήθηκε ειδικά για να δεχθεί το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, το οποίο επισκέπτονται χιλιάδες ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.
Στην Κέρκυρα το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο. Την Κυριακή των Βαΐων για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο Σάββατο γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για την διάσωση του νησιού από σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.
Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα
1.-Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
- Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
- Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.
Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
- Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4).
- Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια τρομερή ανομβρία κτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν' 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στην εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές. «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα». Σε λίγο, τα καράβια φτάνουν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο. Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.
- Γύρω στα 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει ολόκληρο το νησί.
Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του. Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια. Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πως η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πως ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων. Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673 μ.Χ. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους. Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί. Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.
- Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία. Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του. Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει. Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες. Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε; Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να! Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας. Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου». Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.
- Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος. Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία. Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο. Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων». Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του. Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη. Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου: «Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον».
- Στον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940 μ.Χ., η Κέρκυρα δεχόταν επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.
Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Αν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στον γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
|
30 ***
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ :
Βιογραφία
Ο Συμεών κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Ήταν δίκαιος, ευλαβής και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, που του είχε φανερώσει ότι δε θα πέθαινε πριν δει το Χριστό. Η χαρμόσυνη αυτή πληροφορία τον εμψύχωνε ως τα βαθειά γεράματα του. Τέλος, ακριβώς σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού, το Πνεύμα τον πληροφόρησε ότι έπρεπε να πάει στο Ιερό. Ετοιμάστηκε, λοιπόν, με νεανική ζωηρότητα, πήγε εκεί και στάθηκε στην πόρτα, γεμάτος ευχαρίστηση και αγαλλίαση. Μέσα στην προσδοκία αυτή, φάνηκαν να έρχονται ο Ιωσήφ με την Παρθένο, που κρατούσε τον Ιησού. Ο Συμεών, πληροφορημένος από το Πνεύμα ότι το βρέφος αυτό είναι ο Χριστός, τρέχει και παίρνει τον Ιησού στην αγκαλιά του. Τον κρατάει ευλαβικά και, αφού καλά - καλά παρατήρησε το νήπιο και δέχθηκε όλη την ιλαρότητα της θείας μορφής του, ύψωσε το βλέμμα του επάνω και είπε ευχαριστώντας το Θεό: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις άποκάλυψιν εθνών και δόξαν λάου σου Ισραήλ». Τώρα, δηλαδή, πάρε την ψυχή μου Δέσποτα, σύμφωνα με το λόγο σου, ειρηνικά, διότι τα μάτια μου είδαν αυτόν που θα φέρει τη σωτηρία που ετοίμασες για όλους τους λαούς και θα είναι γι' αυτούς φως, που θα αποκαλύψει τον αληθινό Θεό και θα δοξάσει το λαό σου Ισραήλ.
Η Προφήτιδα Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ και καταγόταν από τη φυλή του Ασήρ, ογδόου γιου του Ιακώβ. Παντρεύτηκε πολύ νέα, και μετά επτά χρόνια έμεινε χήρα. Από κει και πέρα έζησε μόνη της, χωρίς να έλθει πλέον σε νέο γάμο. Παρηγοριά και ευχαρίστηση της ήταν η προσευχή, η νηστεία, η ανάγνωση των Γραφών, η φιλανθρωπία και η συχνή παρουσία της στο Ιερό σ' όλες τις πρωινές και εσπερινές δεήσεις. Για τον τρόπο αυτό της ζωής της, το Άγιο Πνεύμα μετέδωσε στην Άννα το προφητικό χάρισμα. Αξιώθηκε μάλιστα, αν και 84 ετών τότε να υποδεχθεί στο Ναό μαζί με τον δίκαιο Συμεών, το θείο Βρέφος. Κατά τη συνάντηση εκείνη, η καρδιά της Άννας υπερχάρηκε και σκίρτησε. Πλησίασε, προσκύνησε το παιδί και κατόπιν, αφού ευχαρίστησε και δοξολόγησε και αυτή το Θεό, διακήρυττε ότι ήλθε ο Μεσσίας προς όλους, οι όποιοι ζούσαν περιμένοντας με ειλικρινή ευσέβεια τη λύτρωση του Ισραήλ.
Η μνήμη της Προφήτιδας Άννας επαναλαμβάνεται στις 28 Αυγούστου.
Η Σύναξή τους ετελείτο στο Αποστολείο Ιακώβου του Αδελφοθέου, που ήταν παρεκκλήσιο του ναού της Θεοτόκου Ευουρανιωτίσσης.
Τα Λείψανα του Αγίου Συμεών, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκαν στο Ναό της Παναγίας των Χαλκοπρατείων, όπου φυλάσσονταν και τα Λείψανα του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου και του Προφήτου Ζαχαρίου, πατρός του Προδρόμου. Από εκεί αφαιρέθηκαν το 1204 μ.Χ., πέντε ημέρες μετά την άλωση της Πόλεως από τους Φράγκους, από τους Βενετούς Πέτρο Steno, Άγγελο Drusiano και Ανδρέα Balduino και μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Μετά την αναγνώριση του 1317 μ.Χ. τα Λείψανα τοποθετήθηκαν σε μαρμάρινη σαρκοφάγο, η οποία το 1733 μ.Χ. τοποθετήθηκε κάτω από την Αγία Τράπεζα του προς τιμήν του Ναού, όπου και σήμερα φυλάσσονται.
Λείψανα του Αγίου Συμεών φυλάσσονται επίσης στο Ναό Aix La Chapelle, στο Άαχεν της Γερμανίας.
|
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Ὕπερθεον Λόγον σάρκα γενόμενον, ἐνηγκαλίσω ὡς βρέφος ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, Θεοδόχε Συμεὼν Πρεσβῦτα ἔνδοξε, ὅθεν καὶ Ἄννα ἡ σεπτή, ἀνθομολόγησιν αὐτῶ, προσήγαγεν ὠς Προφήτις, ὅθεν ὑμᾶς εὐφημοῦμεν, οἴα Χριστοῦ θείους θεράποντος.
Κοντάκιον
Ἦχος α’.
Ὁ μήτραν παρθενικὴν ἁγιάσας τῷ τόκῳ σου, καὶ χεῖρας τοῦ Συμεὼν εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε, προφθάσας καὶ νῦν ἔσωσας ἠμᾶς Χριστὲ ὁ Θεός. Ἀλλ' εἰρήνευσον ἐν πολέμοις τὸ πολίτευμα, καὶ κραταίωσον Βασιλεῖς οὓς ἠγάπησας, ὁ μόνος φιλάνθρωπος.
|
~ΥΓΕΙΑ
για ΟΛΟΥΣ μας Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016 : http://vlasiosarfara.blogspot.gr/2016/03/30-2016.html .-
*** ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016 :
~Η
Εφημερίδα μας ARFARA NEWS στο αγιάζι της ενημέρωσης
Παρασκευή 01 Απριλίου 2016 : http://stamos-dynami.blogspot.gr/2016/04/arfara-news-01-2016.html .-
~
ΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 1ο Μέρος:
1.- Άγιοι Θεόδωροι Τήρων και Στρατηλάτης
Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων
Ο Όσιος Αλέξιος
Ο Άγιος Βασίλειος Ιερομάρτυρας Πρεσβύτερος Αγκύρας
5 .- Ο Άγιος Ιάκωβος ο Ομολογητής
Όσιος Ισαάκ ο Σύριος
Ο Ευαγγελισμός Υπεραγίας Θεοτόκου
Α΄ Χαιρετισμοί
Β΄ Χαιρετισμοί
10.- Γ ΄ Χαιρετισμοί
Δ ΄ Χαιρετισμοί
Α΄ Κυριακή Νηστειών
Άγιος Συγγραφέας της κλίμακας
Άγιος Σταμάτιος από Βόλο
15 - Άγιοι Ιωάννης Σταμάτιος και Νικόλαος από Σπέτσες
Άγιος Βλάσιος ο Βουκόλος
Άγιος Βλάσιος Επίσκοπος Σεβαστείας
Προφήτης Ιωήλ
Άγιος Νικόλαος
20.- Μέγας Βασίλειος
Άγιος Ιωαννης ο Χρυσόστομος
Άγιος Χαράλαμπος
Μέγας Αντώνιος
Άγιος Αθανάσιος
25.- Άγιος Κύριλλος
Άγία Αικατερίνη
Άγιος Στυλιανός
Άγιος Γεώργιος
Άγιος Σπυρίδων
30.- Άγιος Συμεών ο Δίκαιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου